Ανοιχτή επιστολή προς το Δ.Σ.
Για ζητήματα στρατηγικής στροφής που θέτει
Ένα νέο Δ.Σ., μόλις έξι μηνών, αντικειμενικά είναι αδύνατον να έχει να παρουσιάσει έργο και δραστηριότητα, που να φέρει καθαρά τη δική του ταυτότητά. 
Ταυτόχρονα με τις δικές του αποφάσεις έχει πάντα να διαχειρίζεται αποφάσεις και εκκρεμότητες που αφήνει πίσω του το προηγούμενο Δ.Σ.
Ο ιδιαίτερα βασανιστικός τομέας των εκκρεμοτήτων, που αφήνουν οι προηγούμενες χρήσεις, είναι ο οικονομικός. Το μόνιμο χάσμα ανάμεσα στην κρατική επιχορήγηση και στις δαπάνες του ΕΕΤΕ, ανελαστικές και εκδηλώσεων, δεν αφήνουν μόνο ένα κυλιόμενο χρέος από Δ.Σ. σε Δ.Σ. Αφήνουν και προβλήματα στη διαχείρισή του κάτω από την πίεση των πιστωτών, καθώς το ΕΕΤΕ πρέπει ταυτόχρονα να διατηρεί και την ικανότητά του να χρεώνεται, προκειμένου να υλοποιεί τις επόμενες δραστηριότητές  του.

Εάν επιπρόσθετα λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι κανένα μέλος από το Δ.Σ. δεν έχει επαγγελματική απασχόληση στη διοίκηση, παρά μόνον εθελοντική προσφορά, η οποία ανταγωνίζεται διαρκώς την καλλιτεχνική και επαγγελματική του δραστηριότητα, απειλώντας να την παραγκωνίσει, τότε μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό ότι συμβαίνουν −και ο καθένας μας μπορεί να βρει− λάθη, παραλείψεις και καθυστερήσεις σε πολλά ζητήματα της διοίκησης. Και αυτό δεν μπορεί καμία Διοίκηση να το αποφύγει. Μπορεί μόνο να το περιορίζει, με μια πραγματική (και όχι στα λόγια) συλλογική δουλειά των μελών του Δ.Σ., των Εφορειών, των Επιτροπών του Επιμελητηρίου και των Επιτροπών που διορίζει το Δ.Σ.

Μιλώντας, όμως, για τα πιο πάνω προβλήματα της διοίκησης, οφείλουμε να τα αναλύουμε ως προβλήματα που προκύπτουν από το ρόλο του ΕΕΤΕ, με τη σχέση του με το άμεσο και το ευρύτερο περιβάλλον του. Τη σχέση του φορέα, που ο νόμος του τον έχει επιφορτίσει με την ευθύνη να συμβάλλει στην ανάπτυξη του πολιτισμού και, στο πλαίσιο αυτό, να προάγει τα κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα των δημιουργών του.

Σε πρώτο επίπεδο, η σχέση του Επιμελητηρίου με την εκάστοτε κυβέρνηση, μέσω της οποίας υλοποιούνται ή όχι οι θεσμικές και οικονομικές επιταγές του νόμου, είναι κάτι που έχει να το αντιμετωπίσει άμεσα.

Σε δεύτερο επίπεδο, στη σχέση του Επιμελητηρίου με το πολιτιστικό γίγνεσθαι, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και ο βαθμός της ικανότητάς του να μετέχει σε αυτό, είναι ένα επίσης πρόβλημα, που επηρεάζεται όμως κατά ένα μεγάλο μέρος από το πρώτο.

Επάνω σε αυτές τις αντικειμενικές προϋποθέσεις τα προβλήματα της διοίκησης παίρνουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, και αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας είναι που υποδεικνύει και τις επιλογές για τους τρόπους επίλυσης των προβλημάτων.

Με άλλα λόγια: Η Διοίκηση του ΕΕΤΕ δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τα καθήκοντα της σαν διοίκηση κάποιου τύπου επιχείρησης.

Η χρήση οικονομικών κανόνων στην οικονομική διαχείριση, που επιβάλλει η νομολογία και η δεοντολογία του δημόσιου λογιστικού, δεν συνεπάγεται ότι η διοίκηση του κοινωφελούς φορέα που χρηματοδοτείται από την πολιτεία μπορεί να γίνεται με οικονομικά κριτήρια, που αφορούν μια οποιαδήποτε επιχείρηση. Το αντίθετο μάλιστα.

Το χρόνιο οικονομικό πρόβλημα του ΕΕΤΕ παράγεται σε πρώτο επίπεδο από την αντίθεση δύο παραγόντων, που η φύση και των δύο είναι άμεσα ΠΟΛΙΤΙΚΗ! Πολιτική για τον πολιτισμό. Ο ένας παράγοντας είναι το ΕΕΤΕ, με τη φύση και θέση που του ορίζει η πολιτεία στο νόμο του, και ο άλλος παράγοντας, που προκαλεί και τα προβλήματα στον οικονομικό τομέα, είναι η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική, που αρνείται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στο νόμο, προσπαθώντας να υποτάξει το συλλογικό όργανο των καλλιτεχνών σε κομματικές επιδιώξεις του εκάστοτε υπουργού πολιτισμού. (Όποιος έχει διατελέσει στη διοίκηση, το έχει βιώσει και είναι τουλάχιστον ανόητο να μη το καταλαβαίνει.)

Ο εκάστοτε υπουργός πολιτισμού, επειδή ακριβώς δεν είναι προϊστάμενος του ΕΕΤΕ(όπως ισχυρίζεται το νέο Δ.Σ. στην εφημερίδα του Οκτωβρίου), προσπαθεί να του ασκεί πολιτική πίεση με την περικοπή της οικονομικής επιδότησής του. Διαχρονικά, η επιδότηση υπολείπεται κατά 50% περίπου των ανελαστικών μόνο αναγκών του Επιμελητηρίου (που δεν συμπεριλαμβάνουν τα έξοδα για τις εκδηλώσεις του). Η μέχρι τώρα πρακτική του ΥΠΠΟ να “τσοντάρει” από τους Ειδικούς Λογαριασμούς λειτουργούσε εκβιαστικά με στόχο τον έλεγχο του πεδίου δράσης μας, που δεν είναι μόνο οι εκθέσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, επιπλέον, εξαναγκάζει τη Διοίκηση του ΕΕΤΕ να σπαταλά ένα πολύ μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς της προκειμένου να αποσπάσει από το ΥΠΠΟ μέρος των χρημάτων που οφείλει.

Η εποπτεία του ΥΠΠΟ αφορά στη διαδικασία του δημοσίου ελέγχου στην οικονομική διαχείριση, που κάνει το ΕΕΤΕ. Στον τομέα του πολιτισμού, το ΥΠΠΟ οφείλει να έχει ως σύμβουλο στο σχεδιασμό της πολιτιστικής του πολιτικής το ΕΕΤΕ, πράγμα που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει κάνει. Για δε τις εκδηλώσεις του ΕΕΤΕ, δεν (ΔΕΝ) έχει δικαίωμα να απαγορεύσει ή να υπαγορεύσει καμία από αυτές, γιατί το ΕΕΤΕ εκπροσωπεί κατά το νόμο την ανεξαρτησία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και των δημιουργών της. Είναι, δηλαδή, το ΕΕΤΕ και συνδικαλιστικό όργανο, ανεξάρτητο από την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική, όπως όλα τα επιμελητήρια. Μ’ άλλα λόγια, το ΥΠΠΟ είναι υποχρεωμένο από το νόμο να χρηματοδοτεί το σύνολο του προϋπολογισμού του ΕΕΤΕ, ο οποίος περιλαμβάνει και το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων του (αυτών που αποφασίζουν οι Γενικές Συνελεύσεις του), που του δίνουν τη δυνατότητα να εκπληρώνει τον κοινωνικό του ρόλο.

Εάν τα πέντε μέλη του νέου Δ.Σ., που έχουν θητεύσει σε παλαιότερα Δ.Σ., δεν έχουν καταλάβει αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα, οφείλουν έστω και καθυστερημένα να τα καταλάβουν. Οφείλουν, επίσης, να τα διδάξουν στα έξι νέα μέλη.

Το νέο Δ.Σ. μάς παρουσίασε στη Γενική Συνέλευση της 16/12/2008 το “όραμά του”, που συνοπτικά είναι: Τώρα, που καταργήθηκαν οι Ειδικοί Λογαριασμοί του ΥΠΠΟ, απ’ όπου μέχρι τώρα καλυπτόταν εν μέρει το έλλειμμα της δικής του επιχορήγησης, πρέπει το ΕΕΤΕ να σταθεί οικονομικά στα δικά του πόδια, και για να γίνει αυτό, πρέπει να το διαχειριστούμε σαν επιχείρηση.

Δόθηκε έμφαση στην είσπραξη των καθυστερημένων συνδρομών, που από το 1944 ανέρχονται στο 1.200.000 € περίπου, και τα έσοδα από την εφαρμογή του νόμου για το 1% καθώς και την πρόσθεση του 3% (των υπέρ τρίτων φόρων στα δημόσια καλλιτεχνικά έργα) στο 2% που είναι υπέρ του ΕΕΤΕ.

Θα όφειλε το νέο Δ.Σ. να μελετήσει το πλουσιότατο αρχειακό υλικό και στους τρεις τομείς, που έχουν αφήσει προηγούμενα Δ.Σ., ώστε, έχοντας γνώση των ιδιαίτερων προβλημάτων σε κάθε έναν από αυτούς, να μας προτείνουν και τη νέα προσέγγιση για την αντιμετώπισή τους. Σ’ αυτό το υλικό θα ανακαλύψει επιπλέον ότι τα προηγούμενα Δ.Σ. είχαν ασχοληθεί και με τις γκαλερί, τις δημοπρασίες κ.λπ.
Η φιλοσοφία της επιχειρηματικής διοίκησης είναι απλή: ισοσκέλιση οφειλών-πληρωμών. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια.

Το “νέο όραμα”, το ΕΕΤΕ “να σταθεί στα δικά του πόδια”, αντικειμενικά αποκαλύπτει είτε υποκειμενική άγνοια ότι η διαδικασία της ανταποδοτικότητας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο χώρο μας (και σ’ αυτό διαφέρουμε από τα άλλα επιμελητήρια), γιατί ο ρόλος της εικαστικής δημιουργίας δεν είναι να παράγει είδη προς ικανοποίηση καταναλωτικών αναγκών (η καλλιτεχνική δημιουργία δεν προϋποθέτει πελάτη, λέγαμε μέχρι τώρα). Είτε πολιτική άποψη που θέλει να εντάξει το έργο Τέχνης στα καταναλωτικά είδη εφαρμοσμένης αισθητικής, ώστε καλλιτέχνης να θεωρείται μόνον αυτός που έχει ένα ελάχιστο εισόδημα από τη δραστηριότητα αυτή. Δηλαδή δραστηριότητα που προϋποθέτει πελάτη. Τα λεγόμενα φορολογικά τεκμήρια. Τέτοιου είδους επαγγελματικές ενώσεις καλλιτεχνών υπάρχουν από το 1950 σε πολλές χώρες, από τις ανεπτυγμένες ΗΠΑ και Ευρώπη μέχρι τις υπανάπτυκτες της Αφρικής. Σ’ αυτές τις ενώσεις, ο καλλιτέχνης που δεν έχει το ελάχιστο εισόδημα από το έργο του, επάνω στο οποίο πληρώνει τις συνδρομές, τις ασφαλιστικές εισφορές καθώς και προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να ανήκει σ’ αυτές. Αυτά τα συστήματα είναι ενταγμένα στα διάφορα συστήματα αυτασφάλισης, όπου η συνδρομή του κράτους ποικίλλει ανάλογα με τη χώρα από ένα μικρό ποσοστό έως τίποτα. Οι δε παρεμβάσεις αυτών των ενώσεων στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας τους είναι πρακτικά ανύπαρκτες.

Να σας θυμίσω ότι το “νέο όραμα” του νέου Δ.Σ. είναι το διαχρονικό όραμα του ΥΠΠΟ τουλάχιστον από τα τέλη του ’80 μαζί με την αυτασφάλιση των καλλιτεχνών. Από τα τέλη του ’80 γίνονταν βολιδοσκοπήσεις από τη μεριά του ΥΠΠΟ, κατά πόσον ο θεσμός του Επιμελητηρίου θα μπορούσε να απορροφηθεί από το ΥΠΠΟ και να πάρει τη μορφή υπηρεσίας του. Η δε ένωση των καλλιτεχνών να γίνει ιδιωτικό σωματείο που “θα στηρίζεται στα πόδια του”, και το ΥΠΠΟ θα του διασφαλίζει μια κάποια επιχορήγηση. Επίσης να σας πληροφορήσω ότι στον κατάλογο χορηγιών του ΥΠΠΟ υπάρχουν μόνιμα εκατοντάδες πολιτιστικά και συνδικαλιστικά σωματεία, στα οποία δίνονται κάθε χρόνο χρήματα κατά το δοκούν του εκάστοτε υπουργού ή … γενικού γραμματέα. Βλέπε αποκαλύψεις της εποχής του σκανδάλου Ζαχόπουλου.

Το να μας επιβάλλει το ΥΠΠΟ 200.000 € χορηγία το χρόνο, που από το 2000 αντιστοιχεί στο 50% των ανελαστικών δαπανών του ΕΕΤΕ, καταργώντας πλέον, τώρα, τις οικονομικές τσόντες από τους Ειδικούς Λογαριασμούς, και εσείς να το αποδέχεστε, αποτελεί ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ σας, που συμφωνεί με την επιλογή της κυβέρνησης να επιβάλει την ιδιωτικοποίησης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Το “νέο όραμά” σας, από ήπια πρακτική του ΥΠΠΟ μεταβλήθηκε σε επιθετική από τα τέλη του ’90, και την τελευταία τετραετία εξελίσσεται σε γιουρούσι ενάντια στα Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

Αλήθεια, μπορείτε να συνδέσετε την επί της ουσίας κατάργηση των κοινωνικών (τιμητικών, κατ’ ευφημισμόν) συντάξεων με την επιδίωξη του ΥΠΠΟ να συρρικνώσει την επιδότηση του ΕΕΤΕ και να του επιβάλει να σταθεί οικονομικά στα πόδια του; Είμαι σίγουρος ότι θα πείτε ότι είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Γιατί αλλιώς θα πρέπει να σκεφτείτε πολιτικά. Πολιτικά για τον πολιτισμό.

Η πολιτική που οφείλει να κάνει το Επιμελητήριο, για να είναι ανεξάρτητη από κομματικές καθοδηγήσεις, πρέπει να πηγάζει από τη δική του κοινωνική και ιστορική ανάλυση. Μια ανάλυση, που εδράζεται στο ρόλο και τις ανάγκες της Τέχνης και των δημιουργών της ιστορικά. Η πολιτιστική πολιτική δίνει τη δυνατότητα στις διάφορες δραστηριότητες που κάνει το ΕΕΤΕ να αποκτήσουν συνοχή πορείας προς ένα στόχο.

Ποια είναι η πολιτική του νέου Δ.Σ. για τον πολιτισμό; Δεν ακούσαμε ούτε μία, κυριολεκτώ, ούτε μία λέξη.

Η εμφάνιση του “νέου οράματος” έγινε για πρώτη φορά το 1975, όταν διαμορφωνόταν η πρόταση για την τροποποίηση του τότε νόμου, η οποία τελικά έγινε το 1981. Η άποψη του “νέου οράματος” ηττήθηκε μεν τότε, αλλά δεν εξαφανίστηκε. Συντηρείται μέχρι σήμερα εξαιτίας α) της υποχρηματοδότησης του ΥΠΠΟ, β) των γκαλερί που κατηγορούν το Επιμελητήριο για παρέμβαση στα θέματα Τέχνης, και γ), και το χειρότερο, μιας μεγάλης μερίδας συναδέλφων που το μόνο ρόλο που θέλουν να έχει το ΕΕΤΕ είναι να προωθεί τα ατομικά οικονομικά συμφέροντα των μελών του επαγγελματικού κλάδου, στον οποίο αυτά ανήκουν, με αιχμή τους γλύπτες και τους αγιογράφους.

Τα πιο πάνω είναι απλή εμπειρία για όποιον έχει την ελάχιστη σχέση με την ιστορία του Επιμελητηρίου.

Για κάποιον που έχει πραγματικό όραμα, αυτό οφείλει να αντιστοιχεί στη φύση του ΕΕΤΕ και να εντάσσεται στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο φιλοδοξεί να αναδείξει ακόμη περισσότερο τη φύση του ΕΕΤΕ. Είναι αδύνατον να μην περιγράψει ο οραματιστής πρώτα το κοινωνικοπολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο από φύση και θέση ανήκει το ΕΕΤΕ, προκειμένου να προτείνει το όραμά του, πώς το Επιμελητήριο θα ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο την κοινωνικοπολιτιστική του υπόσταση.

Πρώτη φορά, κυριολεκτώ, πρώτη φορά σε Γενική Συνέλευση, που από τη φύση της ασχολείται με ζητήματα στρατηγικής σημασίας για την επόμενη χρονιά, δεν ακούστηκε ούτε μία αναφορά, κυριολεκτώ, ούτε μία αναφορά στην παρούσα κοινωνικοπολιτιστική κατάσταση, μέσα στην οποία το νέο Δ.Σ. θέλει να υλοποιήσει “το δικό του όραμα”.

Ίσως, ο αντίλογος στα πιο πάνω να είναι ότι το νέο Δ.Σ. δεν κάνει πολιτική. Ίσως αυτό να είναι το νόημα και της κατηγορίας, που η συνάδελφος Αντιπρόεδρος εκτόξευσε ενάντια στα προηγούμενα Δ.Σ. ότι δεν τα είχαν καλά με το ΥΠΠΟ, και αυτό το νέο Δ.Σ. θα το αλλάξει. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό ως επιχείρημα δείχνει σύγχυση που προκαλεί η άγνοια. Στη χειρότερη, προώθηση της πολιτικής της κυβέρνησης, κερδοσκοπώντας πάνω στο ευρέως διαδεδομένο ιδεολόγημα ότι μπορεί να υπάρχει δραστήριος πολίτης χωρίς πολιτική συνείδηση, καθώς και πάνω στην άγνοια της ιστορίας του ΕΕΤΕ. Περιέργως, η οικειοθελής εφαρμογή της ιδιωτικοποίησης του ΕΕΤΕ, που προτείνει το “όραμα”, συμπίπτει με την προσπάθεια της κυβέρνησης να ιδιωτικοποιήσει τον Πολιτισμό εν γένει, την Παιδεία, την Υγεία κ.λπ. Και η κυβέρνηση επίσης καλύπτει την πρακτική της με τη θεωρία, εν είδη οράματος, να διαχειριστούμε τους κοινωφελείς τομείς σαν επιχειρήσεις χάριν… των πολιτών!

Πρέπει, ωστόσο, να είμαστε δίκαιοι. Οι ιδέες αυτού του καθόλου πρωτότυπου “οράματος” δεν εμφανίζονται ως κεραυνός εν αιθρία. Ενισχύονται τρεις δεκαετίες τώρα όχι μόνο από τους παράγοντες που προανέφερα, αλλά και από την πρακτική μεγάλης μερίδας των συναδέλφων που, ενώ κάνουν άριστα ιδιωτική χρήση των δικαιωμάτων που παρέχει το ΕΕΤΕ στα μέλη του, ταυτόχρονα το υποτιμούν και ουκ ολίγες φορές το καθυβρίζουν, απέχοντας συστηματικά από τους αγώνες του να περιφρουρηθούν και να επεκταθούν αυτά τα δικαιώματα. Απλώς τα εισπράττουν. Τα εισπράττουν ως κυβερνητική πολιτική…

Το λεγόμενο όραμα του νέου Δ.Σ., στην πραγματικότητα θέλει να έρθει σε αντιστοιχία με την πρακτική αυτής της μερίδας των συναδέλφων και να αποτρέψει το ΕΕΤΕ από αγώνες, προκειμένου το νέο Δ.Σ. να εξασφαλίσει καλές σχέσεις με το ΥΠΠΟ.

Αγαπητοί συνάδελφοι, το “όραμά” σας οδηγεί στο να γίνει το Επιμελητήριο ένα στενά επαγγελματικό σωματείο με μόνο οικονομικούς στόχους για τα μέλη του.

Η αυτοχρηματοδότηση που προτείνετε είναι αυτή που δεν προστατεύει την καλλιτεχνική δημιουργία σαν κοινωνικό ιστορικά δικαίωμα και την εκθέτει καθαρά και άμεσα στα κριτήρια της αγοράς. Χαρίζει την καλλιτεχνική δημιουργία στην αγορά Τέχνης, εμπορευματοποιώντας το έργο Τέχνης.

Το μόνο καθαρό υπόδειγμα κοινωνικής αναγνώρισης του κλάδου των δημιουργών στο επίπεδο του ρόλου του στη διαμόρφωση της πολιτιστικής πολιτικής, που έχει απομείνει σε όλο σχεδόν τον κόσμο, είναι το Επιμελητήριό μας. Και σας πληροφορώ, επειδή το γνωρίζω από πρώτο χέρι, συγκριτικά με τα άλλα είναι το πλέον αποτελεσματικό.

Το γελοία αντιφατικό στην προσέγγιση του νέου Δ.Σ. είναι ότι τώρα, που η απίστευτη σε μέγεθος οικονομική κρίση στρέφει τις διεθνείς πολιτικές σ’ ένα έντονο “φλερτ” με την αποϊδιωτικοποίηση, αυτό θέλει να πάρει από πίσω την κυβερνητική πολιτική που επιταχύνει την ιδιωτικοποίηση!! Ισχυριζόμενο, βέβαια, ότι δεν κάνει πολιτική!!!

Απορία δική μου: Αγνοείτε το βασικό αξίωμα ότι κάθε πράξη έχει ως ουσιαστική παράμετρο του περιεχομένου της την πολιτική, διότι γίνεται μια ορισμένη στιγμή και με έναν ορισμένο τρόπο;

Πιο απλά: Υπάρχει πράξη που δεν είναι πολιτκή;

Υστερόγραφο: Παρακαλώ, όταν το Δ.Σ. λέει κάτι στον κλάδο, να φροντίζει να έχει στοιχειώδη γνώση για το πράγμα, για το οποίο μιλάει, και στοιχειώδη λογική συνέπεια σ’ αυτά που υποστηρίζει. Π.χ.:

1) Η παρατεταμένη σύγχυση, παρ’ όλη την επισήμανση που σας έχω κάνει για το νόμο του 1%. Επιμένετε να νομίζετε, αορίστως βέβαια, ότι αυτός συνεπάγεται την απευθείας είσπραξη κάποιου ποσού από τις συμβατικές δαπάνες των δημοσίων κτιρίων (να παίρνουμε προκαταβολές από τους εργολάβους, όπως είπε ο έφορος Γλυπτικής, μέλος του Δ.Σ.).

Αγνοείτε
 όμως το σημαντικό, την ουσία. Ο νόμος του 1% του 1997 είναι αναβάθμιση του νόμου του 1989 για το 1 δισ. δραχμές. Και γι’ αυτό το λόγο απαξιώνετε το γεγονός ότι ο νόμος του 1989 και η τροποποίηση του 1997 ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΟΥ ΕΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ.

Αγνοείτε
, ως εκ τούτου, το γιατί δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός είκοσι χρόνια τώρα.

Θέλετε να αγνοείτε ότι είναι πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων, και έτσι αγνοείτε ότι όλο και περισσότερα δημόσια κτίρια σ’ αυτό το χρονικό διάστημα εντάσσονται στην τροποποίηση του νομικού καθεστώτος (από δημόσιο σε ιδιωτικό) των φορέων στους οποίους ανήκουν. Προφανώς θα ισχυριστείτε ότι η μη υλοποίηση αυτών των νόμων οφείλεται στην αδράνεια των προηγούμενων Δ.Σ. Είμαι βέβαιος ότι αγνοείτε και τις δικαστικές μάχες του ΕΕΤΕ για την εφαρμογή του νόμου.

Δεν είναι τυχαίο που δεν αναφέρθηκε ούτε μία λέξη, κυριολεκτώ, ούτε μια λέξη για την κοινωνική παράμετρο του νόμου του 1%, παρά μόνο τα ενδεχόμενα αυξημένα έσοδα για το ΕΕΤΕ.

Παρακαλώ, μελετήστε τον ογκώδη φάκελο που υπάρχει στο Επιμελητήριο σχετικά με το ζήτημα αυτό, και τα αιτήματά μας.

2) «Για πρώτη φορά το δικό μας Δ.Σ. κατήρτισε προϋπολογισμό το ίδιο, και όχι οι υπάλληλοι, όπως γινόταν από τα προηγούμενα Δ.Σ.», είπε η Αντιπρόεδρος. Λίγο μετά η ίδια: «Δουλεύουμε με τον προϋπολογισμό της προηγούμενης διοίκησης, το 1.200.000 €, που είναι υπερβολικό, και δεν μπορεί να καλυφθεί από το ΥΠΠΟ.» Λογικό συμπέρασμα: Οι υπάλληλοι τεχνοκρατικά φούσκωναν τον προϋπολογισμό με καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, που αυτοί επέβαλλαν στα προηγούμενα Δ.Σ.!!!

3) «Για πρώτη φορά προγραμματίζουμε έκθεση στο Γκάζι τύπου Πανελλήνιας για όλες τις ηλικίες, και όχι μόνο για νέους ή με άλλους περιορισμούς, όπως γινόταν μέχρι τώρα», είπαν ο Πρόεδρος και η Αντιπρόεδρος. Εάν απουσίαζαν οι συνάδελφοι από τις εκδηλώσεις του Επιμελητηρίου, την Πανελλήνια Γλυπτικής 1997 και την τύπου Πανελλήνιας Εικαστικών Τεχνών το 2000 στο Γκάζι, υπάρχουν οι κατάλογοι των εκθέσεων. Στον κατάλογο του 2000, που αναφέρεται στο Γκάζι, καταγράφεται η πρόθεση του ΕΕΤΕ να γίνει αυτή η έκθεση τύπου Πανελλήνιας θεσμός σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς όμως να ακυρώνεται το πάγιο αίτημά μας για το θεσμό της Πανελληνίου. Προφανώς δεν ικανοποιεί το νέο Δ.Σ. η τιμή να υλοποιεί και να αναβαθμίζει μακροχρόνιες προοπτικές που έχει θέσει το Επιμελητήριο, και ψάχνει τρόπους να τις παρουσιάσει σαν δικές του τομές. Γιατί;

Κατά τη γνώμη μου, πίσω από την φορτική χρήση στη Γενική Συνέλευση των λέξεων «όραμα» και «για πρώτη φορά», προκειμένου να περιγραφούν πράγματα που ανήκουν στη ρουτίνα της λειτουργίας του ΕΕΤΕ και σε εκδηλώσεις που αυτό είναι συνηθισμένο να κάνει, βρίσκεται η προσπάθεια από το νέο Δ.Σ. να κρύψει αυτό που όντως για πρώτη φορά θέλει να κάνει: Τη στρατηγική στροφή προς την ιδιωτική αγορά και την εμπορευματοποίηση της Τέχνης.

Αυτό είναι τραγική εξέλιξη για ένα φορέα, που ιδρύθηκε το 1944, την περίοδο της κατάρρευση της ναζιστικής κατοχής. Μια περίοδο, που η ίδρυσή του εκπροσωπούσε στο χώρο της Τέχνης το ογκούμενο μαζικό κίνημα για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, που θα στηρίζεται σε κοινωνικοκεντρικές αξίες, και όχι στις ανταλλακτικές της παγκόσμιας αγοράς, που είχαν προκαλέσει το παγκόσμιο μακελειό. Είναι τραγική εξέλιξη, το 2008 το ίδιο Επιμελητήριο να θέλει να καταργήσει μόνο του αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κάτω από την πολιορκία της παγκόσμιας αγοράς και της εμπορευματοποίησης, της γνωστής βαρβαρότητας (όπως αρεσκόμαστε όλοι μας να λέμε), και μάλιστα όταν αυτή η βαρβαρότητα βρίσκεται σε πρωτόγνωρη κρίση αυτοδιάλυσης.

Το γεγονός ότι το νέο Δ.Σ. προτάσσει προχειρολογική επιχειρηματολογία δεν πρέπει να μας οδηγεί να υποτιμήσουμε την απειλεί που εκπροσωπεί, εφόσον δεν αλλάξει ρότα.

Designed by Design-It