«Σε ενεστώτα χρόνο» – Έκθεση νέων ελλήνων καλλιτεχνών του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ): Τα πλαστά κριτήρια των πλαστών πρωτοποριών (ΑΝΤΙ 15/2/2008)
Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης (ΑΝΤΙ 1/2/2008)
«Σε ενεστώτα χρόνο» – Έκθεση νέων ελλήνων καλλιτεχνών του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ)
ΤΑ ΠΛΑΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΠΛΑΣΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΩΝ
Στο προηγούμενο κείμενο για την έκθεση Σε ενεστώτα χρόνο (ΑΝΤΙ 18/1/2008) αναφέρθηκα στο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτικών ιδεολογημάτων, μέσα στο οποίο κατασκευάζονται πλαστές πρωτοπορίες από τη διευθύντρια του ΕΜΣΤ.
Σ’ αυτό θα αναφερθώ στα “κριτήρια”, με τα οποία “εξόπλισε” η διευθύντρια την ομάδα της προκειμένου να κάνει την έρευνά της και να “ανακαλύψει” αυτές τις “πρωτοπορίες”.

Στη σελίδα 18 του καταλόγου, η τριμελής “θεωρητική” ομάδα εξειδικεύει το πλαίσιο της διευθύντριας ως εξής: «Βασικό κριτήριο για την επιλογή υπήρξε η κριτική θέση των καλλιτεχνών απέναντι σε καίρια σύγχρονα ζητήματα και εικαστικούς προβληματισμούς όπως ο κοινωνικός ρόλος της αρχιτεκτονικής, οι νέες επικοινωνιακές συνθήκες παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου, η επαναπραγμάτευση της ιστορίας τέχνης μέσα από έργα που αποτελούν νέες αισθητικές και εννοιολογικές προτάσεις.»

1) «Ο κοινωνικός ρόλος της αρχιτεκτονικής». Ο ρόλος της αρχιτεκτονικής ήταν τέτοιος τουλάχιστον από τη νεολιθική εποχή. Έχουν γραφτεί άπειρα θεωρητικά κείμενα και όλη η ιστορία της αρχιτεκτονικής κινείται γύρω από αυτόν τον άξονα. Τα φτωχά εκθέματα που “στέγασε” η “θεωρητική” ομάδα κάτω από αυτόν τον βαρύγδουπο τίτλο είναι του τύπου: «Διαδικτυακοί κόσμοι […] αποτελούν ιδανική περίπτωση μελέτης του νέου ρόλου που προσλαμβάνει η αρχιτεκτονική στο διαδίκτυο καθώς και των νέων συνθηκών που διέπουν το σχεδιασμό και την κατοίκιση ενός εικονικού κτιρίου. […] Ενώ στο διαδίκτυο τα κτίρια αυτά είναι επισκέψιμα και λειτουργικά, στις πραγματικές τους διαστάσεις στον πραγματικό κόσμο είναι πολύ μικρά και άχρηστα.» (σελ. 40). Ή: «Όντας υλοποιήσιμο από τεχνική άποψη και επιθυμητό από ανθρώπινη σκοπιά, το ιδανικό αυτό περιβάλλον παραμένει ωστόσο άυλο και απραγματοποίητο. Έτσι, το έργο αποτελεί κι ένα σχόλιο ως προς τις ψεύτικες υποσχέσεις πολλών εταιρειών για μια “καλύτερη ζωή.» (σελ. 146).

Μ’ άλλα λόγια, το κριτήριο για τους «προβληματισμούς όπως ο κοινωνικός ρόλος της αρχιτεκτονικής», λάθρα έχει μετατραπεί σε «νέο ρόλο που προσλαμβάνει η αρχιτεκτονική στο διαδίκτυο»!! Τι ανόητη φράση.
Για δε τις αισθητικές προτάσεις σ’ αυτό τον τομέα, δεν θα βρείτε καμία. Απόδειξη ότι δεν υπάρχουν είναι και το γεγονός ότι ούτε η “θεωρητική” ομάδα μπαίνει στον κόπο να “ερευνήσει”.

2) «Οι νέες επικοινωνιακές συνθήκες παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου». Μ’ αυτή την δυσνόητη φράση η “θεωρητική” ομάδα είναι προφανές ότι προσπαθεί να δώσει μια “νέα” ανάγνωση σε κάτι που γίνεται εδώ και δεκαετίες, δηλαδή στην παραγωγή καλλιτεχνικών έργων με τη χρήση των νέων μέσων επικοινωνίας, που ταυτόχρονα τα χρησιμοποιούν και για τη διακίνησή τους. Τα μισά εκθέματα ανήκουν σ’ αυτό το είδος. Αυτά τα εκθέματα όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτε νέο σ’ ό,τι αφορά στην χρήση της τεχνολογίας της επικοινωνίας και την ίδια την επικοινωνία, αλλά ούτε και προσφέρουν κάτι νέο ως προς την αισθητική της εικόνας που παράγουν αυτά τα μέσα. Έτσι, το μόνο που απομένει, είναι ότι αυτά εντάσσονται στο κοινωνικοπολιτικό concept της “θεωρητικής” ομάδας. Η φράση «οι νέες επικοινωνιακές συνθήκες παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου» είναι χαρακτηριστική για το θεωρητικό βάθος της ομάδας. Ξέρουμε την κλασική φράση “οι νέες κοινωνικές συνθήκες παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου”. Πώς η κλασική φράση γίνεται νεότερη; Αλλάζοντας απλά μια λέξη, και το «κοινωνικές» γίνεται «επικοινωνιακές». Αυτή η λέξη εκφράζει και «την κοινωνία της πληροφορίας», όπως γράφουν συχνά και άκριτα στα κείμενα του καταλόγου, χωρίς να υποψιάζονται ότι αυτός ο ορισμός για την κοινωνία μας λειτουργεί σε αντιδιαστολή με την “κοινωνία της γνώσης” που θα όφειλε να είναι. Γι’ αυτό το λόγο, η συνηθισμένη απόφανση “σήμερα ζούμε στην κοινωνία της πληροφορίας” συνδέεται με την προτροπή “να διαχειριστούμε την πληροφορία”. Ο ισχυρισμός, που διεκδικεί να είναι ο έγκυρος, ότι ο πληθωρισμός της πληροφορίας σήμερα αποδομεί τα ιστορικά γνωστικά εργαλεία κι έτσι αυτό που μπορεί να γίνει είναι η διαχείριση της πληροφορίας, κρύβει το γεγονός ότι ανήκει μια χαρά στην πεπαλαιωμένη θεωρία της γνώσης του Χιουμ (1711-1776).

Οι επικοινωνιακές συνθήκες αποτελούν ανέκαθεν μέρος των εκάστοτε κοινωνικών. Το να αναγάγει κανείς τις επικοινωνιακές συνθήκες σε προϋποθέσεις παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου, αναγκαστικά το φτωχαίνει, γιατί το υποτάσσει στις προϋποθέσεις των τεχνικών εφαρμογών, με τις οποίες διεξάγεται σε κάθε κοινωνική φάση η επικοινωνία – δηλαδή το αναγάγει σε εφαρμοσμένη τέχνη. Είναι σίγουρο ότι η διευθύντρια και η ομάδα της έχουν “χάσει” (εάν ποτέ γνώριζαν) τα όρια ανάμεσα στην Τέχνη και την εφαρμοσμένη τέχνη.
3) «Η επαναπραγμάτευση της ιστορίας της Τέχνης μέσα από έργα που αποτελούν νέες αισθητικές και εννοιολογικές προτάσεις». Εάν ο επισκέπτης της έκθεσης δεν βρίσκει κάποιο από τα εκθέματα να αναφέρεται σε «νέες αισθητικές και εννοιολογικές προτάσεις», μη βιαστεί να κατηγορήσει τον εαυτό του για άγνοια. Εάν ρίξει μια ματιά στα “θεωρητικά” κείμενα του καταλόγου, θα δει ότι και η “θεωρητική” ομάδα δεν έχει ανακαλύψει καμία νέα αισθητική πρόταση στα έργα που εκθέτει. Θα βρει όμως μια ενδιαφέρουσα επισήμανση που δείχνει πώς αντιλαμβάνεται την «επαναπραγμάτευση». Γράφει για το έργο ενός καλλιτέχνη ότι: «Αντιγράφει πρώτα την πρωτότυπη εικόνα και στη συνέχεια τη “σβήνει” σταδιακά αφαιρώντας την αρχική αφήγηση και την υπερβολή που τη χαρακτηρίζει. […] Οι σκηνές βίας που εκτυλίσσονται παρουσιάζονται εξευγενισμένες. Οι μάχες είναι αναίμακτες και η επιθετικότητα προβάλλεται αμφίσημη καθώς δεν προσδιορίζεται ποιος είναι αυτός που επιτίθεται και ποιο είναι το θύμα αλλά ούτε και το αίτιο της διαπλοκής.» (σελ. 122). Αυτό μου θύμισε το είδος της “επαναπραγμάτευσης της ιστορίας” που με γνώμονα όχι την επιστήμη της ιστορίας αλλά την “πολιτική ορθότητα” (ποιανού; ποτέ δεν λένε) ευαγγελίζεται η ομάδα Ρεπούση με το αποσυρμένο βιβλίο της Στ’ Δημοτικού και υποστηρίζεται από τον κ. Α. Λιάκο και άλλους.
Ας έρθουμε τώρα στο πιο δυνατό, υποτίθεται, σημείο της έκθεσης, την “έρευνα”.
Υποτίθεται ότι η έκθεση είναι το απόσταγμα μιας επίπονης διετούς ερευνητικής προσπάθειας προκειμένου να ανακαλυφθούν οι ερευνητές-καλλιτέχνες. Θα βοηθήσει πολύ σ’ αυτό το σημείο να σταθούμε σ’ ένα από τα εκθέματα, γιατί θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε και το πώς η διευθύντρια και η “θεωρητική” ομάδα της αντιλαμβάνονται τόσο την “καλλιτεχνική έρευνα”, όσο και το “καλλιτεχνικό έργο” που προκύπτει από αυτήν. Το έκθεμα έχει τίτλο1981 (Allagi) και αφορά έξι χαρτόνια, όπου είναι κολλημένες φωτογραφίες από το αρχείο της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος.

Γράφει ο καλλιτέχνης: «Όταν αγόρασα το αρχείο, έκανα μια αρχική επαναρχειοθέτηση, πετώντας υλικό που ήταν άσχετο με το αρχείο και το ταξινόμησα σύμφωνα με οπτικές, χρονολογικές και θεματικές συνδέσεις. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιήθηκε σε έξι μήνες συστηματικής εργασίας.» (σελ. 64). Αυτές είναι οι μόνες λέξεις στο κείμενο του καλλιτέχνη που τρόπον τινά αναφέρονται στη θεωρία της πράξης κατασκευής του εκθέματός του.

Στη σελίδα 62 γράφει η “θεωρητική” ομάδα για το «πλαίσιο της καλλιτεχνικής έρευνας» του καλλιτέχνη: «το αρχείο αποτελεί το βασικό εργαλείο για μια μη γραμμική διερεύνηση των πρόσφατων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή …». Και παρακάτω: «… παρουσιάζονται [φωτογραφίες της περιόδου ’81-‘82] σε παρατακτική και χρονολογική διάταξη και χωρίς άλλα κριτήρια επιλογής και απεικονίζουν γεγονότα της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας αλλά και εικόνες της καθημερινής ζωής. Μέσα από μια αυθαίρετη αφήγηση που συγκροτείται από το υλικό αυτό, ο καλλιτέχνης επιχειρεί να προσεγγίσει την πολύπλευρη έννοια της Αλλαγής […] Η πρακτική του καλλιτέχνη να ανασύρει ίχνη, θραύσματα και απομεινάρια με στόχο την υποθετική ανασυγκρότηση μιας χρονικής περιόδου ή ευρύτερων κοινωνικών συμφραζομένων παρουσιάζει συγγένειες με την αρχαιολογική μεθοδολογία.» Εδώ, βέβαια, ο αφελής διερωτάται γιατί ο καλλιτέχνης, που έκανε έρευνα προκειμένου να προσεγγίσει «την πολύπλευρη έννοια της Αλλαγής» 1981-82, όταν το ΠΑΣΟΚ ανέβαινε στην κυβέρνηση, «μέσα από μια αυθαίρετη αφήγηση» που δεν χρησιμοποίησε το πλουσιότατο (δόξα τω Θεώ) υλικό της εποχής «με στόχο την υποθετική ανασυγκρότηση μια χρονικής περιόδου», αλλά αρκέστηκε στα «θραύσματα» αρχείου μίας εφημερίδας, που τυχαία βρήκε στο Μοναστηράκι; Και το κείμενο καταλήγει: «Με τον τρόπο αυτό, το έργο 1981 (Allagi) προτείνει μια ενεργητική και διαλεκτική διάσταση της σχέσης μας με το παρελθόν και την ιστορία θέτοντας σε αμφισβήτηση τη μονολιθική ιστορική αφήγηση και αναπαράσταση.» Δηλαδή, η «αυθαίρετη αφήγηση» είναι η «ενεργητική και διαλεκτική σχέση με την ιστορία»!! Να το ξανά το επιχείρημα της “πολιτικής ορθότητας”.
Εάν τα πιο πάνω δεν είναι τσαρλατανισμός, τι είναι; Είναι χαρακτηριστικό ότι τη λέξη “έρευνα” δεν τη χρησιμοποιεί πουθενά στο κείμενό του ο καλλιτέχνης, και αυτό πρέπει να προσεχτεί. Μέσα απ’ αυτή τη διάσταση ανάμεσα στην παρουσίαση του εκθέματος από τον ίδιο τον καλλιτέχνη και το “θεωρητικό” κείμενο εκφράζεται η εκτεταμένη πρακτική των δύο τελευταίων δεκαετιών, όπου οι “θεωρητικοί” καπελώνουν ιδεολογικά το έργο Τέχνης, αντί να το μελετούν. Στην προκειμένη περίπτωση, ο καλλιτέχνης αντιστέκεται ως ένα βαθμό, προκειμένου να σώσει την αξιοπρέπειά του, χωρίς βέβαια να τον βοηθάει το αντικείμενο που εκθέτει.
Αλλά ας πούμε ότι αυτά που γράφει ο “θεωρητικός” μάς πείσανε ότι δεν είναι ανοησίες. Το ερώτημα παραμένει: το καλλιτεχνικό της έρευνας, πού βρίσκεται; Γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε λέξη σ’ ολόκληρο τον κατάλογο.
Τότε, τι είναι, τι εκπροσωπούν τα εκθέματα πέρα από μια επίδειξη δύναμης της διευθύντριας ότι μπορεί να επιβάλει τις ιδεολογικές ανοησίες της πάνω στο σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τη “βούλα” του ΕΜΣΤ;

Προφανώς αυτό ζήλεψε και ο κ. Ζενάκος (ΒΗΜΑ 20/1/2008), που εκθειάζει την έκθεση και ανάμεσα σ’ άλλα και αυτό το έκθεμα του παραδείγματός μου. Και σημειώνει επιβραβεύοντας τη μεθόδευση της κυρίας διευθύντριας: «… το μουσείο ασκεί ρόλο νομιμοποιητικό: οι καλλιτέχνες αυτοί διαβαίνουν το όριο της καταξίωσης, έστω και δια του οχήματος της“έρευνας”, η οποία ως προς αυτό το σημείο λειτουργεί ευφυώς προσχηματικά.» Δεν ξέρω γιατί, αλλά διαβάζοντας το άρθρο του μου ήρθε στο μυαλό η παροιμία «Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του, και αναγάλλιασε η καρδιά του».

Αλήθεια, πόσο άμοιρο ευθυνών θεωρεί τον εαυτό του για όλα αυτά και δεν τα σχολιάζει καν το Δ.Σ. του ΕΜΣΤ; Έστω για να συμφωνήσει με την κυρία διευθύντρια.
Designed by Design-It