Η έκθεση του ΕΜΣΤ για τη 10ετία του ’70 και οι ιστορικές διαστρεβλώσεις (ΑΝΤΙ, 21/4/2006)
Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης
Πρόεδρος του ΕΕΤΕ
Μέλος του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ
(περιοδικό ΑΝΤΙ, Απρίλιος 2006)
Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΜΣΤ ΓΙΑ ΤΗ 10ΕΤΙΑ ΤΟΥ ’70
ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ
Στην έκθεση παίρνουν μέρος πολλοί άξιοι καλλιτέχνες.
Αυτό που θα κρίνω εδώ είναι η παραποίηση των στοιχείων που συγκροτούν τη «μορφή αντικειμενικής μαρτυρίας», όπως ονομάζει η «θεωρητική ομάδα» τη σύλληψή της, υπό την υψηλή εποπτεία της διευθύντριας του ΕΜΣΤ.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της σύλληψής της «θεωρητικής ομάδας» είναι η εξαφάνιση της Γλυπτικής.
Η αισθητική «θεωρία» της «ομάδας»
Ψάχνοντας να δημιουργήσει «γεφυρώσεις» της 10ετίας του ’70 με τις σημερινές της αντιλήψεις δεν διστάζει να «ερμηνεύσει» συλλήβδην όλα τα έργα ως «όψεις της κριτικής αναθεώρησης του ρόλου της τέχνης» που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η «πρόταξη της ιδέας έναντι του αισθητικού αντικειμένου».
Με αυτήν όμως τη θεώρηση η «θεωρητική ομάδα» θέτει την τέχνη έξω από τη διαδικασία της γνώσης και τη μεταμορφώνει σε απλή εικονογράφηση, όχι της ιδέας, αλλά μιαςιδέας (ως παράσταση, εφαρμογή). Απ’ αυτό ίσως να πηγάζει και η αγάπη της στις εφαρμοσμένες τέχνες.
Αντίθετα, η τέχνη είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ιδέας. Μέσα στην τέχνη η ιδέα αποκτά συνείδηση του εαυτού της (άπειρο). Ή αλλιώς, η ιδέα αρχίζει να σκέφτεται τον εαυτό της μέσα στην τέχνη. Επιμέρους εκφάνσεις της τέχνης, που παραπέμπουν στις παραστάσεις επιμέρους ιδεών, όπως αυτές της Παράστασης, του Συμβόλου, της Γραφής (πεπερασμένο) αποτελούν το επιμέρους της τέχνης και της ιδέας.
Οι εξειδικευμένες εφαρμογές (οι εφαρμοσμένες τέχνες) της Παράστασης, του Συμβόλου και της Γραφής υπάγονται υποχρεωτικά στις προϋποθέσεις που θέτουν οι εφαρμογές της επιστήμης, οι οποίες ανάγονται στην τεχνολογία. Η τεχνολογία ορίζει την υπόσταση αυτών των εικόνων, και γι’ αυτό και μόνο το λόγο δεν μπορούν αυτές να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της ιδέας, ούτε στο επίπεδο της τέχνης, αλλά ούτε και στο επίπεδο της επιστήμης. Αυτό που κάνει η «θεωρητική ομάδα», εκθειάζοντας την «πρόταξη της ιδέας έναντι του αισθητικού αντικειμένου», είναι να εκθειάζει τις εφαρμοσμένες τέχνες.
Η λειτουργία της τέχνης ως μέρους της διαδικασίας της γνώσης μπορεί να πραγματώνεταιμόνον,εφόσον η τέχνη έχει ως αντικείμενο το Αισθητικό, ή αλλιώς, το Αισθητικό Μέτρο ως κριτήριο της Αλήθειας και της δικής της αλήθειας.
Αυτό συμβαίνει πάντα τόσο στη μακροσκοπική (ιστορική) κλίμακα όσο και στη μικροσκοπική (ατομική).
Είναι ειρωνεία (;) την περίοδο που η επιστήμη συνειδητά αναγνωρίζει το ρόλο της τέχνης,τον καθοδηγητικό ρόλο που παίζει το αισθητικό κριτήριο στην έρευνα, μια «ομάδα θεωρητικών» να προσπαθεί να το ενοχοποιήσει.
Αυτή είναι άποψη του ακραίου υποκειμενικού ιδεαλισμού.
Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός κατασκευάζει και τα ιστορικά γεγονότα που τον επιβεβαιώνουν
Η «θεωρητική ομάδα» παρουσιάζει τη δεκαετία του ’70 ως την «χρονική περίοδο που ακολούθησε τη μεγάλη «εκτόνωση» του Μάη του ‘68». Έζησε δηλαδή στον απόηχο του ’60 και εντέλει ως «δεκαετία που κατακύρωσε την κυριαρχία της Νέας Υόρκης ως μητροπολιτικού κέντρου».
Ευσεβείς πόθοι αντί για ιστορία.
Μπορεί να πιστέψει κανείς ότι ένας ογκώδης κατάλογος με δεκάδες κείμενα στις κοινωνικές του αναφορές, δεν κάνει την παραμικρή μνεία στην ήττα της Αμερικής στο Βιετνάμ το 1975;
Για να μην αναφερθούμε στη νίκη των Αράβων το 1973 που βούλιαξε κύρια την Ευρώπη στην ύφεση με τον τετραπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου και αποδιοργάνωσε τη Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ και δρομολόγησε τα γεγονότα του 1974 σε Κύπρο και Ελλάδα.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο, η «θεωρητική ομάδα» βλέπει στη χώρα μας τον ερχομό της«καταναλωτικής κοινωνίας» !!
Για να μην αναφερθούμε, τέλος, και στην εκδίωξη του Σάχη και των ΗΠΑ το 1979 από το Ιράν. Αυτά είναι μόνον τα πιο εξέχοντα γεγονότα, που κράτησαν σε υψηλούς βαθμούς πολιτικοποίησης τους πολίτες, και όχι μόνον στην Ελλάδα βέβαια.
Όσο και να προσπαθεί η «θεωρητική ομάδα» να φτωχύνει τη δεκαετία του ’70 σε ιστορικά γεγονότα τόσο αναδεικνύει τη θεωρητική της φτώχεια.
Επιπλέον, το 1971 (στις 15 Αυγούστου) είχαμε τη ληξιαρχική πράξη γένεσης της παγκοσμιοποίησης. Την ημέρα εκείνη ο Νίξον ανήγγειλε ότι στο εξής παύουν να ισχύουν οι συμφωνίες του 1944 για την ισοτιμία του αποθεματικού δολαρίου με το χρυσό.
Με αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ επέβαλαν στις άλλες χώρες να χρηματοδοτούν το έλλειμμα τους και το ρόλο τους ως παγκόσμιου χωροφύλακα. Αυτή, όμως, η νέα κατάσταση στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις άρχισε να γίνεται αντιληπτή πολύ αργότερα, στα τέλη του ’80, όταν ξεκίνησε το διεθνές «μπάχαλο» που βιώνουμε μέχρι τις μέρες μας. Και βέβαια, μερίδα της διεθνούς «διανόησης», η πλέον προβεβλημένη στο ευρύ κοινό, αποδίδει όψιμα την παγκοσμιοποίηση στη ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιοποιημένης πληροφορίας, αποκρύβοντας την πραγματική της φύση.
Μέχρι τα μέσα του ’80 εξακολουθούσε να κυριαρχεί ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του ‘70. Η προσπάθεια της «κατακύρωσης της κυριαρχίας της Νέας Υόρκης ως μητροπολιτικού κέντρου» στην τέχνη δεν είχε ακόμη ευδοκιμήσει. Το θεωρητικό κατασκεύασμα του Μεταμοντερνισμού, που είχε ξεκινήσει απ’ τα μέσα του ’70 περίπου στην Αμερική, στις εικαστικές τέχνες δεν απέκτησε ποτέ ένα σαφές μορφολογικό ιδίωμα, αφήνοντας εκτεθειμένη τη «θεωρία» του ως ιδεολογικό νεοσυντηρητισμό που κατασκευάστηκε στο ιδεολογικό, καθαρά, επίπεδο. Ο Μεταμοντερνισμός στην Ελλάδα προσπάθησε να δημιουργήσει ερείσματα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, όταν στην Αμερική είχε ήδη εγκαταλειφθεί και ξεκίναγε η τέχνη του CNN, η media art (βίντεο, φωτογραφία), ή αλλιώς η τέχνη της μαζικής κουλτούρας, ή αλλιώς των εφαρμοσμένων τεχνών. Εμείς, βέβαια, στον τομέα αυτό «ανακαλύψαμε την Αμερική» στα μέσα του ’90, κι αυτό όχι λόγω έλλειψης πληροφόρησης, αλλά λόγω της αντίστασης των καλλιτεχνών και του κοινού, κάτι ανάλογο που συμβαίνει μέχρι σήμερα στο Παρίσι.
Ο ιδεολογικός μεταπρατισμός της «θεωρητικής ομάδας»
Γράφει ο κατάλογος του ΕΜΣΤ: «διανύουμε ένα νέο εξελικτικό στάδιο του μοντέρνου πολιτισμού (της παγκοσμοιοποιημένης οικονομίας) το οποίο, αντίθετα με την βιομηχανική περίοδο, δεν υποκινεί κοινωνικές ή αισθητικού χαρακτήρα επαναστάσεις για τον απλό λόγο ότι …δεν τις χρειάζεται».
Τι πιο ωραία διατύπωση απ΄αυτή για να περιγράψει κάποιος τον αμερικανόπνευστο κεντροευρωπαϊκό ιδεολογικό επαρχιωτισμό;
Και επειδή δεν «χρειάζεται» η κοινωνία μας και η τέχνη «κοινωνικού και αισθητικού χαρακτήρα επαναστάσεις» ας το ρίξουμε στις Εφαρμοσμένες τέχνες.
Γράφει ο κατάλογος του ΕΜΣΤ: «ο Μπόις …υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος μιας μακριάς ρομαντικής παράδοσης η οποία συντήρησε εικονογραφικά …το μύθο του καλλιτέχνη ως κοινωνικού μεσσία και πνευματικού καθοδηγητή».
Έγραφε το 1998 η αμερικανίδα Johanna Druker (κατ. «Η τέχνη στο τέλος του 20ού αιώνα» Εθν. Πιν.): «η κρίση συνείδησης και εξουσίας που αντιμετώπισαν οι καλλιτέχνες κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ έδειξε μια για πάντα την ανικανότητα του αφηρημένου μορφολογικού ιδιώματος να γίνει μια δύναμη κοινωνικής αλλαγής. …Είναι αδύνατο τώρα να φανταστούμε ότι μια πλαστική μορφή …θα μπορούσε να επιφέρει οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή – και ακόμα λιγότερο να πραγματώσει το μακρόπνοο όραμα της μοντέρνας ουτοπίας».
Τι σημαίνει η ηχώ των απόψεων της Druker στον κατάλογο του ΕMΣΤ;
Εφαρμογή «οδηγίας» ή ιδεολογικός παρασιτισμός;
Παρ’ όλο που πολλά έργα της έκθεσης «αντιστέκονται» στην προσπάθεια της «θεωρητικής ομάδας» να σπρώξει τις εφαρμοσμένες τέχνες (με έμφαση στις μιντιακές εφαρμογές) σε βάρος των Εικαστικών Τεχνών, δεν καταφέρνουν να ανατρέψουν την πλαστή ιστορικότητα στην οποία τα εντάσσει.
Η ταχυδακτυλουργική εξαφάνιση της Γλυπτικής
Η παντελής απουσία της Γλυπτικής και μιας ολόκληρης γενιάς γλυπτών είναι το πιο εμφανές στοιχείο της πλαστής ιστορικότητας.
Να θυμίσουμε ότι το 1975 η Πανελλήνια Έκθεση αφιερώθηκε στο γλύπτη Γεράσιμο Σκλάβο. Ο Σκλάβος, μέχρι τον τραγικό του θάνατο στην ηλικία των 40 ετών το 1967, εθεωρείτο ο μεγαλύτερος παγκοσμίως εν ζωή γλύπτης, μαζί με τον Τζακομέτι. Και ενώ στην έκθεση του ’70 παρουσιάζονται έργα από το ’63, ’65, ’66 και το ’68, απουσιάζουν παντελώς τα έργα εκείνων που συμμετείχαν στη μεταπολεμική ανάπτυξη της Γλυπτικής (όπως ο Σκλάβος), παρόλο που πολλοί από αυτούς είχαν διεθνή παρουσία τη δεκαετία του ’70. Ένας από τους δύο πυλώνες των εικαστικών τεχνών, η Γλυπτική, εξαφανίζεται και υποκαθίσταται από την «τρισδιάστατη τέχνη» (όπως η Διευθύντρια αλλού ονοματίζει τον τομέα της μη-Ζωγραφικής και των μη-μιντιακών τεχνών), τις τρισδιάστατες κατασκευές που «προτάσσουν την ιδέα έναντι του αισθητικού αντικειμένου».
Ερείσματα
Όταν η θεωρία της «θεωρητικής ομάδας» δεν είναι θεμελιωμένη πάνω στα γεγονότα του εικαστικού και ιστορικού γίγνεσθαι, απ’ όπου με τα εργαλεία της επιστημονικής σκέψης εξάγει τις αξιολογήσεις και τα συμπεράσματά της, δικαιούμαι να εικάσω ότι η θεωρία της είναι θεμελιωμένη σε συμφέροντα εξω-εικαστικά. Κάπου πρέπει να θεμελιώνεται κανείς, προκειμένου να μπορεί να παίζει ρόλο στα εικαστικά πράγματα, αλλιώς δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από κανέναν. Και δύο είναι οι βασικές δυνάμεις, που συγκρούονται και στο εικαστικό πεδίο: α) το εικαστικό γίγνεσθαι στην ιστορική του αυτοκίνηση, και β) τα οικονομικά συμφέροντα που προσπαθούν να το χειραγωγούν για ίδιον όφελος. Οι ενδιάμεσες τοποθετήσεις, και δυστυχώς αυτό αφορά την πλειοψηφία των νέων, ιδίως, καλλιτεχνών, είναι μια καθαρή αυταπάτη, η οποία αναιρεί την κοινωνική φύση της εικαστικής δημιουργίας που υπηρετούν.
Από την εχθρότητα προς τις Εικαστικές Τέχνες που αποπνέει αυτή η έκθεση δεν θα μπορούσε να λείπει και η ιστορική διαστρέβλωση που υποβάλλεται από κείμενα, ότι το Επιμελητήριο είναι κρατικό κατασκεύασμα ενάντια στη θέληση των καλλιτεχνών.
Ερώτημα: Το ΕΜΣΤ είναι εθνικό ίδρυμα με επιστημονικό κύρος ή ένας ιδιωτικός χώρος όπου η Διευθύντρια μπορεί ελεύθερα να παραποιεί την ιστορία της τέχνης με δημόσιο χρήμα;
Designed by Design-It