Ο ρόλος των Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης (Ημερίδα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Νοέμβριος 2006)
Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης                                                            Ιωάννινα, Νοέμβριος 2006
Μέλος του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ
 
 
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Αν υποθέσουμε ότι το Έργο Τέχνης χρειάζεται τουλάχιστον 100 χρόνια για την επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική του αξιολόγηση, αυτό δίνει στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ιδιαίτερα εάν αυτό είναι εθνικό ίδρυμα) έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο. Το ρόλο του ιδρύματος που λειτουργεί σ’ ένα πλαίσιο αυστηρά επιστημονικό σ’ ό,τι αφορά στην προσέγγιση του φαινομένου της εικαστικής δημιουργίας. Και, χωρίς να μπω σε οργανωτικές  και διοικητικές λεπτομέρειες, η βασική δομή αυτού του πλαισίου ως προς την εικαστική πολιτική του θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής:
1. Το Δ.Σ. να είναι συγκροτημένο από εκπροσώπους καλλιτεχνικών και επιστημονικών ιδρυμάτων και φορέων. Ο ρόλος αυτού του Συμβουλίου θα είναι να διασφαλίζει τη λειτουργία του επιστημονικού πλαισίου, με ευθύνη, τελικά, των φορέων που εκπροσωπούνται σ’ αυτό.

2.
 Η πρόσληψη από το Δ.Σ. επιστημονικού προσωπικού, ικανού στον αριθμό, που να καταγράφει ολόκληρο το καλλιτεχνικό έργο που παράγεται στη χώρα μας, τους καλλιτέχνες και τα βιογραφικά τους. Να διατυπώνει σχόλια και κρίσεις ως μια πρώτη ταξινόμηση του καλλιτεχνικού υλικού. (Είναι, άραγε, τυχαίο που ο εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ έχει κάνει μια τέτοια προσπάθεια, έστω και με πολλά και σοβαρά σφάλματα;)

3.
 Η συγκρότηση μιας πολυπληθούς επιστημονικής ομάδας, αποτελούμενης από ειδικούς αναγνωρισμένου κύρους αντίστοιχων ειδικοτήτων με αυτές των φορέων που εκπροσωπούνται στο Δ.Σ. Η ομάδα αυτή να συνεδριάζει περιοδικά, να μελετά αυτές τις καταγραφές και να επισημαίνει ζητήματα αισθητικών προτάσεων και εικαστικής μεθοδολογίας καθώς επίσης ζητήματα επιστημονικής μεθοδολογίας ανάλυσης και ερμηνείας του Έργου Τέχνης. Τα ζητήματα αυτά, που θα απορρέουν από τη μελέτη της εικαστικής δημιουργίας των καλλιτεχνών που εργάζονται, να τίθενται σ’ ένα διεθνή διάλογο με την οργάνωση συνεδρίου μια φορά το χρόνο, ως θεσμό.

4.
 Προβληματισμοί και απόψεις του συνεδρίου, μαζί με το εικαστικό υλικό της έρευνας να συγκροτούν μια ετήσια έκθεση, ώστε να εισάγεται στο ευρύ κοινό, τόσο το σύγχρονο εικαστικό έργο, όσο και οι προβληματισμοί της επιστημονικής τεκμηρίωσής του. Η έκθεση να διαρκεί πολλούς μήνες, ώστε στη διάρκειά της να γίνονται ομιλίες, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.λπ.

5.
 Παράλληλα, το Μουσείο οφείλει να ενθαρρύνει και να υποστηρίζει με επιστημονικό δυναμικό και οικονομικά μέσα την υλοποίηση εικαστικών προγραμμάτων, που θα εισηγούνται καλλιτέχνες, δημιουργίας έργων όπου θα ερευνώνται αισθητικές προτάσεις. Η επάρκεια και η αναγκαιότητα των προτεινόμενων προγραμμάτων θα κρίνονται από την πολυμελή επιστημονική επιτροπή.

6.
 Η μόνιμη συλλογή του Μουσείου να συγκροτείται από έργα, τα οποία, με την προαναφερόμενη διαδικασία, θα επιλέγονται –πάλι από την πολυμελή επιστημονική επιτροπή– ως τα πλέον αντιπροσωπευτικά από κάθε τάση. Στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου θα πρέπει να εκπροσωπούνται όλες οι τάσεις της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας.

7.
 Να γίνονται περιοδικά διεθνείς εκθέσεις που να συσχετίζονται, και αυτές, με τα θεωρητικά ζητήματα των ετήσιων διεθνών συνεδρίων του Μουσείου. Κάποιες από αυτές τις εκθέσεις μπορεί να γίνονται και σε συνεργασία με διεθνή ιδρύματα.
 
Ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μ’ άλλα λόγια, οφείλει να είναι ένα διαρκές και ανήσυχο εργαστήριο παραγωγής ερευνητικής γνώσης και αισθητικών θεωριών για τη σύγχρονη εικαστική δημιουργία, ώστε αυτή να συνδέεται με την εικαστική δημιουργία γενικά, δηλαδή την ιστορία της Τέχνης.
Τα πιο πάνω απορρέουν από την ίδια την φύση της Τέχνης, όπως αυτή ξεδιπλώνεται ιστορικά μέχρι και σήμερα.
Η Τέχνη εμφανίζεται μετά το εργαλείο. Η ανθρωποποίηση του ανθρώπου συντελείται γύρω από τη φωτιά και τη χρήση του εργαλείου, που έδωσαν στον Άνθρωπο τη δυνατότητα ν’ αρχίζει να αντιμετωπίζει τον κόσμο, που τον περιβάλλει, από τη σκοπιά του δημιουργού των συνθηκών της ύπαρξής του.

Η δύναμη της αφαίρεσης, που αποτυπώνεται στη μορφή του εργαλείου, αποδεικνύει την αλήθεια της στην επιτυχία του αποτελέσματος –στην πράξη. Στη μορφή του εργαλείου αποτυπώνονται ελλειπτικά οι ιδιότητες του αντικειμένου (π.χ. του θηράματος κ.λπ.), οι δεξιότητες του υποκειμένου που το χειρίζεται και, βέβαια, οι εκάστοτε γνώσεις του Ανθρώπου για τα πιο πάνω. Αυτό, ταυτόχρονα, ώθησε τον άνθρωπο να αναζητά την επιβεβαίωση της αλήθειας των αφαιρετικών μορφών, που αυτός κατασκευάζει, και σ’ ένα άλλο επίπεδο, το επίπεδο της ανάπτυξης κοινωνικών του σχέσεων. Μ’ αυτό τον τρόπο διευκολύνει την ικανοποίηση των αναγκών του και δημιουργεί νέες ανάγκες, διευρύνοντας τους ορίζοντες της ύπαρξής του. Έτσι, ο Άνθρωπος, πάνω στην μακριά εμπειρία του εργαλείου, ανακαλύπτει και κατακτά μια γλώσσα –τη γλώσσα της εικόνας–, με την οποία,μέχρι και σήμερα ιεραρχεί και αξιολογεί τα φαινόμενα του κόσμου του και τις αμοιβαίες σχέσεις τους. Σ’ αυτή τη γλώσσα, οι ιεραρχήσεις και οι σχέσεις εμφανίζονται ως “αξίες”, “σύνθεση” κ.τλ. Η γλώσσα της εικόνας, έχει το προνόμιο να αποτυπώνει πληρέστερα τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του φυσικού αντικειμένου, τη σχέση του Ανθρώπου με αυτό, τη σχέση του Ανθρώπου με τον εαυτό του καθώς και τις προθέσεις του. Ο Άνθρωπος, δηλαδή, δημιουργεί μια υλική εικόνα, πάνω στην οποία σκέφτεται. Εικονογραφεί τη σκέψη του, και πάνω σ’ αυτήν σκέφτεται. Σκέφτεται τη σκέψη του. Αυτή είναι η βάση της Φιλοσοφίας, πριν ακόμα αυτή εμφανιστεί.

Στη διαδικασία χρήσης της γλώσσας της εικόνας, οι μορφές τις (τα εκφραστικά της μέσα) αποκτούν οντότητα, που ταυτίζεται στη συνείδηση του ανθρώπου με τη φύση του περιεχομένου που εκφράζουν. Με τη συστηματική χρήση, οι μορφές των εικόνων αποκτούν σχετική αυτονομία, και αυτό έχει δύο συνέπειες:
Πρώτη συνέπεια: Από αυτές τις μορφές να παράγονται τα σύμβολα και η γραφή. Από τη συνεχή χρήση της παράστασης παράγονται οι Συμβολισμοί, ως μέσα παράστασης γενικών εννοιών. Από τη σταθεροποίηση των συμβολισμών στην παράσταση παράγοντα τα Σύμβολα, και από την εξέλιξη των συμβόλων η Γραφή.
Δεύτερη συνέπεια: Οι μορφές έκφρασης, αυτό που ονομάζομε εικαστική γλώσσα, να εξελίσσονται σε ιδιαίτερα εργαλεία και να συγκροτούν ένα σύστημα κανόνων, μέσα από το οποίο ο Άνθρωπος (όπως και στα Μαθηματικά) όχι μόνο περιγράφει και αποτυπώνει το παρόν του, αλλά ανιχνεύει διαισθητικά την ουσία και τη φύση ενός διευρυνόμενου Είναι. Και αυτό είναι μία διαδικασία που κρατάει μέχρι και σήμερα με την ίδια δύναμη και σημασία.
Η ανάπτυξη των εκφραστικών μέσων και του συστήματος των κανόνων ως χαρακτηριστικά στοιχεία μιας διακριτής δημιουργίας εικόνων δημιουργεί και τη διάκριση της Τέχνης από τις άλλες κοινωνικές λειτουργίες.
Έτσι, αφενός επιταχύνεται η εξέλιξη των μέσων της Τέχνης και του συστήματος των κανόνων της –όπως συμβαίνει και στις επιστήμες.
Αφετέρου δε, επιταχύνεται η ανάπτυξη αισθητικών προτάσεων –τα επιτεύγματα της Τέχνης­–, οι οποίες την εντάσσουν στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του ανθρώπου.
Η αιτιακή σχέση της Τέχνης με τη Φιλοσοφία υπάρχει πρώτα απ’ όλα στο γνωσιολογικό ζήτημα, που είναι και ο πυρήνας της Φιλοσοφίας, όπου ο άνθρωπος σκέφτεται τη σκέψη του, και στις αισθητικές θεωρήσεις, απ’ όπου ο άνθρωπος παράγει την έννοια της ουσίας του κόσμου και του εαυτού του ως μέρος του, την Οντολογία.
Θεωρώ ότι πρέπει να επιμένουμε να βλέπουμε την Τέχνη στην ιστορική της διάσταση, ώστε να γίνεται αντιληπτό πόσο μεγάλη είναι η καταστροφή που συντελείται γύρω μας, σε παγκόσμιο επίπεδο, για τον ανθρώπινο πολιτισμό και το μέλλον του. Το επίμαχο ζήτημα δεν είναι, εάν απειλείται “το κερασάκι της τούρτας” μας ή “ο καλλωπισμός του ευ ζην” μας. Το ζήτημα είναι ότι ΘΙΓΟΝΤΑΙ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΑΣ.
Βέβαια, τα κύρια αίτια έχουν να κάνουν με την τεράστια κρίση, σήμερα, των παραγωγικών δυνάμεων του Ανθρώπου, απ’ όπου ευθέως κατάγονται οι Τέχνη και οι κοινωνικές σχέσεις.
 
Την τελευταία δεκαπενταετία έχει πάρει ιδιαίτερη έξαρση η επίθεση του ανορθολογισμού ενάντια και στα θεμέλια της Τέχνης, με την επιδίωξη να τα αποδομήσει και να στερήσουν την Τέχνη από όλα όσα τη χαρακτηρίζουν ως μια διακριτή δημιουργική λειτουργία με ιστορία και νόμους.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Μα είναι αυτό Τέχνη;», της Synthia Freeland. Γράφει η Freeland: «… δεν φαίνεται να υπάρχουν κάποιο “νόμοι” της τέχνης που να προβλέπουν τη συμπεριφορά των καλλιτεχνών ή να εξηγούν την “εξέλιξη” της ιστορίας της τέχνης, περιγράφοντας λεπτομερώς ποια είναι η “κληρονομιά” ενός ωραίου σημαίνοντος έργου.»

Αυτή η άποψη, που αρνείται τους νόμους, την εξέλιξη της Τέχνης και τους κανόνες που αυτή δημιουργεί, έχει ως λογική συνέπεια να αρνείται και την ίδια την ιστορία της.
Η ίδια άποψη προβάλλει ως κυρίαρχη και στο δικό μας Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Μόνο, που μ’ ένα “στοχαστικότερο” τρόπο την “τεκμηριώνει” πάνω στην άποψη ότι το “Τέλος της Αισθητικής” οφείλεται στο “Τέλος της Ιστορίας”.

Διαβάζουμε στον κατάλογο της έκθεσης του ΕΜΣΤ «Η Τέχνης του 70 στην Ελλάδα (2005): «Διανύουμε ένα νέο εξελικτικό στάδιο του μοντέρνου πολιτισμού (της παγκοσμοιοποιημένης οικονομίας) το οποίο, αντίθετα με τη βιομηχανική περίοδο, δεν υποκινεί κοινωνικές ή αισθητικού χαρακτήρα επαναστάσεις, για τον πολύ απλό λόγο ότι … δεν τις χρειάζεται.

Η Τέχνη δεν έχει νόμους, κριτήρια και ιστορία, γιατί είναι προϊόν μια βουλησιαρχικής-υποκειμενικής δραστηριότητας, ισχυρίζεται η Freeland.

Αλλά, και η κοινωνία είναι επίσης προϊόν μιας βουλησιαρχικής-υποκειμενικής δραστηριότητας, και εφόσον αυτή (η κοινωνία) έχει πάψει να θεωρεί χρήσιμη την αυτοεξέλιξή της, παύει να θεωρεί χρήσιμη και την Αισθητική και την καταργεί, λέει η θεωρητική ομάδα του ΕΜΣΤ.

Έτσι, με αυτές τις “θεωρίες”, ανοίγει ο δρόμος να ονομάζεται «Έργο Τέχνης» το οτιδήποτε. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι εκθέσεις του ΕΜΣΤ συγκροτούνται από έργα του γούστου της διευθύντριας, το οποίο συνήθως ευθυγραμμίζεται με τη μόδα, που καθιερώνουν τα μητροπολιτικά μουσεία, δηλαδή εκθέσεις franchise.
Έξι ολόκληρα χρόνια, το ΕΜΣΤ λειτουργεί με ένα ερμαφρόδιτο νομοθετικό καθεστώς, όπου ο διευθυντής διορίζεται από τον υπουργό πολιτισμού, και όχι από το Δ.Σ., ενώ τη νομική ευθύνη για όλές τις πράξεις του διευθυντής την φέρει το Δ.Σ.

Το Δ.Σ. αποτελείται, εκτός από τον εκπρόσωπο του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, από άτομα, τα οποία επιλέγει ο εκάστοτε υπουργός πολιτισμού κατά την κρίση του.

Ο διευθυντής, ενδεδυμένος με το κύρος του υπουργού και έχοντας την διοίκηση του μηχανισμού του Μουσείου, επιβάλλει ένα προσωποπαγές καθεστώ ωσάν να πρόκειται για ιδιωτική επιχείρηση. Ένα κορυφαίο δείγμα αυτής της προσωποπαγούς λειτουργίας είναι ότι έξι χρόνια τώρα η διευθύντρια εμποδίζει να αποκτήσει το Μουσείο εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας.

Δυστυχώς, στη βάση αυτής της φρικαλεότητας δεν βρίσκεται η ικανότητα ενός ή κάποιον ατόμων, αλλά πρώτα η κυβερνητική πολιτική που επιμένει να αντιμετωπίζει το Έργο Τέχνης ως εμπόρευμα και το Μουσείο ως επιχειρείν στην αγορά Τέχνης.

Έτσι επιστρέφουμε εκεί που ξεκινήσαμε:

Ή θα έχουμε ένα εθνικό ίδρυμα που λειτουργεί με τους όρους της επιστημονικής δεοντολογίας, ώστε να ενισχύει την ανάπτυξη της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και τη διαπαιδαγώγηση του κοινού.
Ή θα κατασκευάσουμε ένα franchise, με το οποίο προωθείται η εμπορευματοποίηση της Τέχνης.
Μέχρι τώρα το ΕΜΣΤ λειτουργεί ως franchise.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Designed by Design-It