Σκέψεις και προτάσεις για τον προτεινόμενο Εσωτερικό Κανονισμό (Ε.Κ.) του ΕΜΣΤ (22/4/2007)
Μιχάλης Παπδάκης
Εκπρόσωπος του ΕΕΤΕ στο Δ.Σ. του ΕΜΣΤ
 
Αθήνα, 22/4/2007
 
Προς:
τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ,
τον κ. Κ. Γριβέα,
τα μέλη του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ, και
τη Διευθύντρια του ΕΜΣΤ,
την κα. Α. Καφέτση
 
 
Σκέψεις και προτάσεις για τον προτεινόμενο Εσωτερικό Κανονισμό (Ε.Κ.) του ΕΜΣΤ
 
Κατ’ αρχάς θέλω να κάνω δύο παρατηρήσεις με ιδιαίτερη σημασία για μένα:
α) Στις 20/3/07 μου κοινοποιήθηκε ηλεκτρονικά το πρώτο, μόνον, μέρος –όπως γράφει το διαβιβαστικό– της πρότασης για τον Ε.Κ. του ΕΜΣΤ, μετά από 6 χρόνια επεξεργασίας…

β) Ενώ η πρόταση αυτού του μέρους του Ε.Κ. αφορά αποκλειστικά στην τυπική μορφή της «Διάρθρωσης των υπηρεσιών – προσωπικό», δεν συνοδεύεται από γραπτή εισήγηση, που να εκθέτει το σκεπτικό, πάνω στο οποίο στηρίζεται η πρόταση, καθώς και στο ποια και πόσα είναι τα επόμενα μέρη.

Ως εκ τούτου, τα μέλη του Δ.Σ. καλούνται και να κάνουν προτάσεις πάνω στις τυπικές δομές του Μουσείου, χωρίς την ελάχιστη προετοιμασία στο τι πρέπει  να εκφράζουν αυτές οι δομές.

Αυτού του τύπου η προσέγγιση σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα υποβαθμίζει τη συζήτηση στο Δ.Σ. σε “παιχνίδι πόκερ”, όπου οι “παίκτες” κρατάνε κρυφά χαρτιά, προκειμένου να παγιδεύσουν τον “αντίπαλο”.
 
Γενικές διατάξεις και άλλες του νόμου 2557/1997

Με αφορμή την αναφορά του σχ. Ε.Κ. στις γενικές διατάξεις του νόμου πρέπει ευθύς εξαρχής να αναφερθώ στις αντιφάσεις ή απροσδιοριστίες κύριων σημείων του (νόμου), γιατί ακριβώς αυτές κάνουν δυνατόν να παραχθούν δύο αντίθετες στρατηγικά κατευθύνσεις στην ερμηνεία του και δύο διαμετρικά αντίθετες δομές των υπηρεσιών του Μουσείου.

1.
Το Μουσείου «λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας…». Μ’ άλλα λόγια, το Μουσείο πρέπει να ικανοποιεί το δημόσιο συμφέρον μέσα από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας; Να υποθέσουμε ότι «το δημόσιο συμφέρον» κρίνεται με τις προϋποθέσεις του μάρκετινγκ και όχι με τις προϋποθέσεις της Θεωρίας και της Ιστορίας της Τέχνης.; Το ότι μπορούν να ικανοποιηθούν και τα δύο ταυτοχρόνως, είναι διαφημιστικό σλόγκαν του μάρκετινγκ, και όχι επιστημονική άποψη.
Προϋπόθεση για το μάρκετινγκ είναι να αποτιμάται το πολιτιστικό προϊόν του Μουσείου με τα κριτήρια της ανταλλακτικής του αξίας μέσα στο δίκτυο της αγοράς της Τέχνης, και όχι με τα κριτήρια της επιστημονικής έρευνας.

Έτσι κ’ αλλιώς, το πεδίο της ιδιωτικής οικονομίας είναι κορεσμένο. Τα διεθνή κέντρα ελέγχου της αγοράς Τέχνης έχουν διαμορφωθεί τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960, και το μόνο που γίνεται έκτοτε είναι η αναδιανομή και επέκταση των περιοχών franchise. Αυτό είναι κοινός τόπος για τους θεωρητικούς. Οι επιλογές, ως εκ τούτου, σ’ αυτό το πεδίο της ιδιωτικής οικονομίας, είναι τρεις: του αποκλειστικού franchise, του μεικτού franchise ή του πολυσυλλεκτικού franchise.

2.
Η επιστημονική έρευνα αναφέρεται ως επιμέρους δραστηριότητα (σκοπός 3), την ίδια στιγμή που ο σκοπός 1) είναι η «διάσωση και ανάδειξη έργων Ελλήνων και Ξένων καλλιτεχνών, τα οποία ανήκουν στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης και έργων διαφόρων τάσεων της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής, ελληνικής και ξένης με πρωτοποριακό χαρακτήρα». Όμως, το ποια έργα ανήκουν «στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης» και ποια έχουν «πρωτοποριακό χαρακτήρα» είναι ζητούμενο της Επιστήμης, που απαιτεί μακροχρόνια έρευνα. Ας αφήσουμε το ότι και η λέξη “πρωτοπορία”, όπως χρησιμοποιείται σήμερα από το μάρκετινγκ, δεν έχει να κάνει τίποτα με το περιεχόμενο που αυτή η λέξη εκφράζει ιστορικά. Κι αυτό είναι κοινός τόπος για τη Θεωρία της Τέχνης.

Είναι, επίσης, κοινός τόπος οι θεωρητικές διαμάχες διεθνώς σχετικά με την ιστορικότητα έργων που πλασάρονται στην αγορά Τέχνης προκειμένου να προωθηθούν επενδύσεις της ιδιωτικής οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, πόσα από τα ακριβοπληρωμένα έργα αμφισβητούνται εάν είναι καν Τέχνη;

Ποια θα είναι τα κριτήρια 
για τις επιλογές του Εθνικού Μουσείου, τα κριτήρια της αγοράς ή της Επιστήμης; Εάν πούμε της Επιστήμης χωρίς την επιπολαιότητα της άγνοιας, τότε ο σκοπός 1) έχει πρόβλημα, και μαζί μ’ αυτόν και οι συλλογές, οι εκθέσεις κτλ. του Μουσείου. Εάν αντιμετωπίσουμε τον σκοπό 1) με σκοπιμότητες όπου χρησιμοποιούνται επιλεκτικά κάποια επιστημονικοφανή κριτήρια, προκειμένου να καλυφθούν αυτές οι σκοπιμότητες, τότε “γινόμαστε απατεώνες”. Εάν αποφασιστεί η πολιτιστική πολιτική να λαμβάνει υπόψη τους «κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας», τότε θα πρέπει το Μουσείο –εάν είναι σοβαρό– να ιδρύσει τμήμα επιστημονικής έρευνας της αγοράς της Τέχνης. Με ποιο τρόπο το Δ.Σ. θα αποφασίζει χωρίς την ειδική γνώση των ζητημάτων της αγοράς της Τέχνης; Δεν θα κατηγορηθούμε τουλάχιστον για ανευθυνότητα;
Αυτό που οφείλει να γίνει, είναι οι συλλογές, οι εκθέσεις και λοιπές δραστηριότητες του Μουσείου να αποτελούν προϊόντα «επιστημονικής έρευνα σε θέματα ιστορίας και θεωρίας της σύγχρονης τέχνης και της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας» (σκοπός 3), τα οποία προϊόντα θα είναι σε διαρκή επανεξέταση. Επάνω στην επιστημονική έρευνα οφείλουμε να στηρίξουμε «την αισθητική καλλιέργεια και καλλιτεχνική παιδεία του κοινού» (σκοπός 2), καθώς και την «εξειδίκευση στη μουσειολογία …» (σκοπός 4). Οι δε «κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας» να ισχύουν αποκλειστικά στις οικονομικές συναλλαγές του Μουσείου, αποκλείοντας κάθε σχέση τους με την πολιτιστική πολιτική του.  

Οφείλει, επίσης, το Μουσείο να δημιουργήσει ηλεκτρονική βάση δεδομένων που θα περιλαμβάνει την εικαστική δημιουργία όλων ανεξαιρέτως των καλλιτεχνών που δημιουργούν στην Ελλάδα, από το 1950, και να είναι δικτυωμένη με διεθνείς κόμβους αντίστοιχου υλικού, ως ένα μέρος του υλικού έρευνας, πολύ χρήσιμου πρώτα για τη θεωρητική δουλειά του Μουσείου, αλλά και για το σύνολο των θεωρητικών της Τέχνης, τους καλλιτέχνες και το ευρύ κοινό.

Εκτός του ότι μια τέτοια βάση δεδομένων είναι πολύτιμη και επιβεβλημένη για την επιστημονική έρευνα γενικά, ικανοποιεί επίσης και το δικαίωμα των δημιουργών στη χώρα μας να είναι εκτεθειμένοι και να κρίνονται μέσα από ένα εθνικό ίδρυμα, που και αυτοί, μαζί με τους άλλους πολίτες, πληρώνουν.
Είναι αλήθεια ότι αυτό δεν συνάδει εντελώς με «τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας», αλλά ταυτίζεται με το «δημόσιο συμφέρον». (Δείγμα για μια τέτοια βάση δεδομένο μπορείτε να βρείτε στο site του ΕΕΤΕ: www.eete.gr)

Ή θα κάνουμε ένα δεύτερης κατηγορίας περιφερειακό franchise, ή θα δημιουργήσουμε ένα επιστημονικού κύρους μουσείο που θα διεκδικεί διεθνή αναγνώριση. Αυτή θα είναι και η ειδοποιός διαφορά του.

3.
Ο νόμος ορίζει ότι «στο Δ.Σ. ανήκει ιδίως η αρμοδιότητα για τη χάραξη της πολιτιστικής πολιτικής του μουσείου, στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, του εσωτερικού κανονισμού και της εικαστικής πολιτικής του υπουργείου πολιτισμού». Η εποπτεία του ΥΠΠΟ είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της θεσμικής και νόμιμης λειτουργίας του Μουσείου. Η εποπτεία, όμως, δεν σημαίνει ότι η εκάστοτε πολιτική ηγεσία μπορεί να υπαγορεύει την πολιτιστική πολιτική του Μουσείου, η οποία απαιτεί επιστημονικές μεθόδους, που είναι ανεξάρτητες από ιδεολογικοπολιτικές επιδιώξεις.

Ο νόμος δεν διακρίνει τη νομιμότητα ως ευθύνη του ΥΠΠΟ από τη σκοπιμότητα των αποφάσεων ως ευθύνη του Δ.Σ. (πιστεύω ότι η πρόσφατη “κρίση για τα ομόλογα” κάνει εύκολα κατανοητό για τα μέλη του Δ.Σ. το νόημα αυτής της διάκρισης).

Εάν η φράση «στα πλαίσια της εικαστικής πολιτικής του υπουργείου πολιτισμού» θέλει να αναφερθεί μόνο στο ύψος της χρηματοδότησης του Μουσείου, πρέπει να διευκρινιστεί. Το δικαίωμα του εκάστοτε υπουργού πολιτισμού να ενημερώνεται από το Δ.Σ. για την πολιτιστική πολιτική του Μουσείου ή το δικαίωμά του να παρεμβαίνει στη συζήτηση του Δ.Σ., είναι δεδομένο. Το ότι, όμως, οι αποφάσεις του Δ.Σ. είναι στην αποκλειστική του ευθύνη, είναι επίσης δεδομένο.

4.
Το ίδιο απαξιωτική για το επιστημονικό επίπεδο λειτουργίας του Μουσείου είναι και η διάταξη του νόμου που ορίζει ότι «το Δ.Σ. (…) διορίζεται με απόφαση του υπουργού πολιτισμού (…) και απαρτίζεται από προσωπικότητες των Τεχνών, των Γραμμάτων και των Επιστημών, αναγνωρισμένου κύρους, και από έναν εκπρόσωπο του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος».

Την ευθύνη για το ποιοι είναι οι «αναγνωρισμένου κύρους» «προσωπικότητες των Τεχνών, των Γραμμάτων και των Επιστημών» είναι αντιδεοντολογικό να την έχει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Την ευθύνη της επιλογής των μελών του Δ.Σ., που θα πρέπει να είναι προσωπικότητες των Γραμμάτων, Τεχνών και των Επιστημών –δηλαδή θα εκπροσωπούν αυτούς τους κοινωνικούς τομείς–, μπορούν να την έχουν μόνον οι πολιτειακοί θεσμικοί φορείς των πιο πάνω τομέων και εμμέσως την ευθύνη της πολιτιστική πολιτικής του Μουσείο.

Η πιο πάνω διάταξη μπορεί μόνον να θεωρηθεί προϊόν ενός μείγματος καχυποψίας προς τα πολιτειακά ιδρύματα και πρόθεσης να είναι το Μουσείο “εργαλείο” προώθησης πολιτικών επιλογών αντί του πολιτισμού.

5.
Επιπλεόν, ο νόμος δημιουργεί μια αδιέξοδη δυαρχία, αναθέτοντας στον εκάστοτε υπουργό πολιτισμού να διορίζει και τον διευθυντή του Μουσείου. Ο διευθυντής δεν φέρει –σύμφωνα με το νόμο– καμία νομική ευθύνη για τις πράξεις του Μουσείου, γιατί είναι επιφορτισμένος να «επιβλέπει την εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ.», απ’ όπου πηγάζουν κι όλες οι άλλες αρμοδιότητές του. Κατά συνέπεια, πώς μπορεί να είναι υπόλογος απευθείας στον υπουργό που τον διόρισε, παρακάμπτοντας το Δ.Σ.;

Εφόσον, ολόκληρη η ευθύνη, νομική και ηθική, ανήκει στο Δ.Σ. κατά τον ισχύοντα νόμο, πρέπει το Δ.Σ. να έχει και την ευθύνη του διορισμού του προσώπου που «επιβλέπει την εκτέλεση των αποφάσεών» του.

Με τις πιο πάνω διατάξεις του νόμου, ο υπουργός γίνεται ο ρυθμιστής των τριβών ανάμεσα στα δύο όργανα, και αφενός επωμίζεται ευθύνες που δεν του ανήκουν, αφετέρου δε επιτρέπει να προσδίδεται στις τριβές των δύο οργάνων χαρακτήρας πολιτικής αντιπαράθεσης.
 
Διάρθρωση υπηρεσιών

Ο προτεινόμενος Ε.Κ. περιγράφει τη δομή ενός αποκλειστικά διεκπεραιωτικού μηχανισμού, κι όχι παραγωγικού. Ταυτόχρονα, όμως, υπονομεύει και αυτή την αποτελεσματικότητά του με το να συγκροτεί μια “κυψέλη” τομέων, η οποία θα δημιουργεί διαρκείς τριβές για την αναγνώριση αρμοδιοτήτων και ιεραρχιών και μετάθεση ευθυνών, κάτω από το “καπέλο” του διευθυντή που διορίζει και απαλλάσσει…

Καλύτερη αποτύπωση μιας γραφειοκρατικής δομής, που κύριο έργο έχει τον εαυτό της, αντί το έργο που καλείται να παράξει, δεν υπάρχει. Η ιδιόρρυθμα ρυθμιστική θέση του διευθυντή, που προβλέπει το σχέδιο, του επιτρέπει –εάν θέλει– να εγκλωβίζει στα “στεγανά” των τομέων διαφωνούσες επιστημονικές απόψεις. Γραφειοκρατία δεν είναι οι μηχανισμοί ελέγχου, αλλά οι δομές που παρεμποδίζουν τον συλλογικό έλεγχο αναθέτοντάς τον εξ ολοκλήρου στην κορυφή της ιεραρχίας, απ’ όπου εκπορεύεται και η διασφάλιση της ατομικής θέσης του υπαλλήλου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τον μεγάλο αριθμό του επιστημονικού προσωπικού (43 από τα 147 άτομα), αυτοί δεν μετέχουν στα επιστημονικά ζητήματα του Μουσείου και η συνεργασία μεταξύ τους γίνεται μόνον στα εφαπτόμενα σημεία των τομέων τους.

Όλη την επιστημονική(;) δουλειά την κάνει ο διευθυντής μόνος του. Στο σχ. Ε.Κ. δεν γίνεται καμία αναφορά στο πώς ο διευθυντής ανταποκρίνεται στα επιστημονικά του καθήκοντα αξιοποιώντας το δυναμικό των 43 επιστημόνων, πέραν του ότι τους έχει εντολοδόχους επιμέρους καθηκόντων. Επιπλέον, ο διευθυντής έχει μόνος του και την άμεση διοικητική εποπτεία και των 21 τομέων και κάποιων υποτομέων.
 
Προσλήψεις προσωπικού

Η διαδικασία των προσλήψεων δεν μπορεί να είναι της αποκλειστικής ευθύνης του διευθυντή, όπως προτείνει το σχ. Ε.Κ.
Η ευθύνη, ουσιαστικά και κυριολεκτικά, ανήκει στο Δ.Σ., το οποίο διορίζει επιτροπή προσλήψεων, στην οποία μετέχει και ο διευθυντής.
 
Προτείνω, συνοπτικά:

1) Να προβλεφθεί στον Ε.Κ. θέση υποδιευθυντή που α) θα διορίζεται απευθείας από το Δ.Σ., β) θα έχει διακριτά την ευθύνη είτε στον επιστημονικό είτε στον διοικητικό τομέα και γ) θα αντικαθιστά τον διευθυντή, όταν αυτός κωλύεται.
2) Τα τμήματα να είναι 3, και να μην υπάρχουν τομείς.

Α’ Τμήμα:
 να συγκεντρώνει όλες τις ειδικότητες του επιστημονικού προσωπικού, που στο σχ. Ε.Κ. προτείνονται ως προϊστάμενοι τομέων. Το επιστημονικό προσωπικό να συγκροτηθεί σε σώμα υπό την προεδρία του διευθυντή, με αντικείμενο την εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ. και την κατανομή υπευθυνοτήτων υλοποίησης και εποπτείας των δράσεων του Μουσείου. Μ’ αυτό τον τρόπο το επιστημονικό δυναμικό δραστηριοποιείται και ως μελετητική ομάδα των καθηκόντων του Μουσείου, και ταυτόχρονα δημιουργείται ευελιξία μεταπήδησης σε διαφορετικά αντικείμενα όταν χρειάζεται –αντί μεγάλων περιόδων ημιαπασχόλησης. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την τακτική χρήση εξωτερικών επιστημονικών συνεργατών ελλήνων και ξένων, που είναι απαραίτητοι και για τον θεωρητικό εμπλουτισμό του Μουσείου, μειώνει την ανάγκη για μόνιμο επιστημονικό προσωπικό κάτω από το μισό (20).

Β’ Τμήμα:
 Οικονομικών και διοικητικών υπηρεσιών. Το προσωπικό, και αυτού του τμήματος, να είναι γενικών καθηκόντων, με κύριο διακριτικό την ειδικότητα της θέσης, για την οποία έχει προσληφθεί. Στις ειδικότητες του Β’ τμήματος εντάσσονται και οι διεκπεραιωτικές ειδικότητες (υπαλληλικό προσωπικό) που έχει ανάγκη το Α’ Τμήμα, με μόνη διάκριση, πάλι, ως προς την κύρια ειδικότητά τους. (Το τμήμα αυτό θα μπορούσε να χωριστεί και σε δύο τμήματα: οικονομικών και διοικητικών υπηρεσιών.)

Γ’ Τμήμα:
 Όλες οι τεχνικές υπηρεσίες, καθώς και οι υπηρεσίες συντήρησης, καθαριότητας και φύλαξης.
 
Οι προϊστάμενοι των Τμημάτων Β’ και Γ’ θα είναι και μέλη του επιστημονικού προσωπικού και θα μετέχουν στις συνεδριάσεις του Α’ Τμήματος.
Εάν και στα Τμήματα Β’ και Γ’ η συνεργασία με εξωτερικούς συνεργάτες γίνεται μια τακτική πρακτική, εκτός του ότι θα μειωθεί το μόνιμο προσωπικό στον αριθμό της ασφαλούς λειτουργίας του Μουσείου, θα βοηθήσει επιπλέον το Μουσείο και στη διαρκή του ανανέωση ως προς τις τεχνολογικές και τεχνικές εξελίξεις.
*****
Το γενικό σκεπτικό μου είναι το εξής:

Το κτίριο του Μουσείου (ΦΙΞ) είναι αρκετά μικρό και δεν θα πρέπει να γεμίσει με γραφεία (“κουτιά”) ενός μόνιμου προσωπικού. Το μόνιμο προσωπικό, που χρειάζεται για να καλύπτεται ο βασικός κορμός των δραστηριοτήτων του Μουσείου, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να ξεπερνά τα 100 άτομα συνολικά. Από την άλλη, αυτός ο αριθμός είναι πολύ μικρός, όταν πρέπει να καλυφθούν οι περιοδικές δραστηριότητες του Μουσείου. Για να αποφευχθεί η ημιαπασχόληση, που χαλαρώνει το δημιουργικό πνεύμα και οδηγεί στην καθημερινή απουσία του ενός τρίτου του προσωπικού κατά μέσον όρο, το σύστημα των εξωτερικών συνεργατών ως συστηματική πρακτική θα ωφελήσει ποικιλοτρόπως το έργο του Μουσείου.
 
Τεχνικές λεπτομέρειες για τις πιο πάνω προτάσεις μου θα καταθέσω όταν προχωρήσει η συζήτηση.
 
Κύριε Πρόεδρε,
επειδή γνωρίζετε ότι οι πλειονότητα των μελών του Δ.Σ., λόγω των δυνατοτήτων τους –όπως δηλώνουν και οι ίδιοι–, θα πάρουν μέρος στη συζήτηση για τη φύση και τους σκοπούς του Μουσείου με ιδεολογικά και οργανωτικά “εργαλεία” μόνο, θα σας ζητούσα, εκτός από την παρουσία ενός νομικού, να μετέχουν συμβουλευτικά και δύο πρόσωπα από το χώρο της Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης.
 
Με τιμή
 
Μιχάλης Παπαδάκης
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Designed by Design-It