Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης

Εκπρόσωπος του ΕΕΤΕ στο Δ.Σ. του ΕΜΣΤ

Αθήνα, 29/1/2014

Προς: τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ,
κ. Νίκο Καλογερά

κοινοποίηση στα μέλη του Δ.Σ. και τη Γενική Γραμματέα του ΥΠΠΟ κα. Λίνα Μενδώνη

Χρειάζεται η ίδρυση ΕΘΝΙΚΟΥ (με δημόσιο χρήμα) Μουσείου

για τη σύγχρονη 1 Τέχνη;

ΝΑΙ, εάν είναι ίδρυμα με αποκλειστικό προσανατολισμό στην επιστήμη της Αισθητικής.

ΌΧΙ, εάν είναι, όπως τώρα, ένα ανάμεσα στα πολλά ιδιωτικά ιδρύματα με κύριο προνόμιο τη συντήρησή του από δημόσιο χρήμα.

1. ΝΑΙ: Μόνο εφόσον λειτουργεί ως ένα καθαρά επιστημονικό ίδρυμα που μελετάει το φαινόμενο της σύγχρονης Τέχνης στο σύνολό της, με μεθόδους της επιστήμης της Αισθητικής. Η μελέτη με επιστημονικές μεθόδους θέτει πάντα υπό επανεξέταση και τους κανόνες της ίδιας της επιστήμης. Κατά συνέπεια, το ζητούμενο για το Μουσείο είναι η επιστημονική μελέτη για τα ζητήματα αισθητικής, που θέτει η καλλιτεχνική δημιουργία σε ενεστώτα χρόνο και μέσω αυτής της ίδιας της επιστήμης της Αισθητικής.

Μόνο με αφετηρία τον επιστημονικό του χαρακτήρα μπορεί το Μουσείο να παίζει και τον υπεύθυνο ρόλο που του αρμόζει στην αισθητική διαπαιδαγώγηση των πολιτών.

Από την εποχή του Διαφωτισμού, όταν εδραιώθηκε η Αισθητική ως κλάδος της Φιλοσοφίας (Μπάουμγκαρτεν, 1735) και εντάχθηκε στη θεωρία της γνώσης, εδραιώθηκε ταυτόχρονα, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, και η Αισθητική ως επιστήμη.

Στην “σχιζοφρενική”2 εποχή μας αναγνωρίζεται η Αισθητική ως κλάδος της Φιλοσοφίας, αλλά απορρίπτεται, πολλές φορές μετά βδελυγμίας, ότι είναι επιστήμη.

Εάν το ζήτημα αυτό, ότι η Αισθητική δεν είναι επιστήμη, έχει λήξει και έτσι δεν περιοριζόμαστε από τα κριτήρια που μια επιστήμη θέτει, τότε θα πρέπει να την αποκλείσουμε και από τη Γνωσιολογία, και ως εκ τούτου από κλάδο της Φιλοσοφίας.

Αυτό το “εύρημα” (το ότι δεν αποτελεί κλάδο της Φιλοσοφίας), από μόνο του είναι ιστορικό και παγκοσμίου χαρακτήρα, ώστε θα άξιζε τον κόπο να το θέσει το Μουσείο ως στόχο του να το αποδείξει. Βέβαια, η επίτευξη του στόχου αυτού θα έθετε και το όριο της ύπαρξης του Μουσείου ως επιστημονικού ιδρύματος.

Η αποσιώπηση του ζητήματος (Έχετε διαβάσει στα τόσα κείμενα του Μουσείου, ή στη διατύπωση των στρατηγικών του στόχων κάτι που το συνδέει με την επιστήμη της Αισθητικής;) ή κάτι μισόλογα όπως: «διανύουμε ένα νέο εξελικτικό στάδιο του μοντέρνου πολιτισμού (της παγκοσμοιοποιημένης οικονομίας) το οποίο, αντίθετα με την βιομηχανική περίοδο, δεν υποκινεί κοινωνικές ή αισθητικού χαρακτήρα επαναστάσεις για τον απλό λόγο ότι …δεν τις χρειάζεται» 3 , κάνουν φανερό ότι το Μουσείο είναι ενάντιο στο να συνδέσει την πολιτιστική πολιτική του (για την οποία είναι υπεύθυνο το Δ.Σ.) με την επιστήμη της Αισθητικής. Όπου αναφέρεται στα κείμενα του Μουσείου η λέξη “επιστήμη”, συνδέεται μόνο με τομείς της διαχείρισης του καλλιτεχνικού αντικειμένου.

Προκειμένου το Μουσείο να υλοποιεί τον επιστημονικό του χαρακτήρα, προτείνω:

Οι χώροι του να είναι κατά βάση εργαστήρια, όπου παράλληλα θα εκτελούνται προγράμματα καλλιτεχνικής δημιουργίας από ομάδες καλλιτεχνών και θεωρητικών επιστημόνων διαφόρων κλάδων.

Οι ίδιοι οι χώροι θα είναι και εκθεσιακοί (επισκέψιμοι), όχι μόνο για τα έργα όταν αυτά έχουν τελειώσει, αλλά και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της επιστημονικής μελέτης.

Σε σύνδεση με τα εργαστήρια να λειτουργούν μικρά αμφιθέατρα για επιστημονική μελέτη και διδασκαλία, και ένα μεγάλο αμφιθέατρο για τακτικές θεωρητικές διασταυρώσεις διεθνούς χαρακτήρα.

Η συμμετοχή καλλιτεχνών και θεωρητικών επιστημόνων απ’ όλο τον κόσμο είναι ανοιχτή, υπό το ίδιο όμως καθεστώς αξιολόγησης των προτεινόμενων προγραμμάτων.

Το όλο πρόγραμμα του Μουσείου βρίσκεται υπό τη διαρκή παρακολούθηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρά το Δ.Σ., που θα αποτελείται από καλλιτέχνες και θεωρητικούς επιστήμονες διαφόρων κλάδων, που δραστηριοποιούνται στον διεθνή καλλιτεχνικό και θεωρητικό χώρο, ανεξαρτήτως εθνικότητας, καθώς και από τους εκπροσώπους εθνικών καλλιτεχνικών και επιστημονικών ιδρυμάτων, που θα ορίζονται με ευθύνη αυτών των ιδρυμάτων προκειμένου να εμπλακούν και αυτά στο έργο του Μουσείου. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, πέρα από τα προγράμματα κ.λπ. που κρίνει και επιλέγει, εισηγείται επίσης στο Δ.Σ. και τον ανά δύο χρόνια προεδρεύοντα σε αυτή (ανεξάρτητα από εθνικότητα), που θα είναι για το ίδιο διάστημα και ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Η θητεία του εκάστοτε καλλιτεχνικού διευθυντή δεν θα μπορεί να είναι μεγαλύτερη των δύο θητειών (τέσσερα χρόνια).

Τα παραγόμενα έργα, μετά από το διάστημα που το Μουσείο τα χρησιμοποιεί για την παρουσίαση της καλλιτεχνικής και επιστημονικής του εργασίας και σε μουσεία άλλων χωρών, θα τα διαθέτει στο ελληνικό Δημόσιο. Η Εθνική Πινακοθήκη είναι το είδος του ιδρύματος που μπορεί να συμβάλλει στη διαχείρισή τους.

Το κτίριο του ΕΜΣΤ δεν θα πρέπει να έχει μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, πέραν αυτών που χρειάζονται για τα σχέδια, τις μελέτες και τα θεωρητικά κείμενα (προς έκδοση) των προγραμμάτων που έχουν υλοποιηθεί. Αυτά άλλωστε αποτελούν και την πραγματική περιουσία του Μουσείου.

Δημιουργία διευρυνόμενου σε ενεστώτα χρόνο ηλεκτρονικού αρχείου για το σύνολο, χωρίς αποκλεισμούς, της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε ενεστώτα χρόνο στη χώρα μας και σύνδεσή του (του αρχείου) με τα μεγάλα διεθνή ιδρύματα. Δημιουργία επίσης αντίστοιχου αρχείου διεθνών συνεδρίων και παροχή δυνατότητας online παρακολούθησης τέτοιου είδους συνεδρίων.

Στα εκπαιδευτικά προγράμματα θα μπορεί να προστεθεί και ένα ιδιαίτερο τμήμα μελέτης παιδαγωγικών και διδακτικών προσεγγίσεων της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της Αισθητικής.

Τέλος, εκδόσεις, ηλεκτρονικές παραγωγές κ.λπ.

Μας αρέσει ή όχι, το Μουσείο εντάσσεται στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.

Πρέπει να επιλέξουμε:

Είτε θα είναι ένα franchise κάποιων κυρίαρχων της παγκόσμιας αγοράς Τέχνης, καλλιεργώντας ταυτόχρονα και μια επαρχιώτικου επιπέδου πολιτική ότι δήθεν συνδυάζει την «εγχώρια» με την «αλλοδαπή» Τέχνη κάνοντας εκθέσεις με ποσοστώσεις συμμετοχών ημεδαπών και αλλοδαπών και ευρηματικούς τίτλους και αναλύσεις με επίκεντρο όρους του τύπου «διαπολιτισμοί», «νομαδικότητες» κ.λπ.

Είτε θα έχει έναν καθαρά επιστημονικό προσανατολισμό για να καλύψει το κενό που υπάρχει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όπως εισηγούμαι.

2. ΌΧΙ: Ένα Μουσείο όπως αυτό το σημερινό, δεν χρειάζεται.

Επιπλέον, είναι και βλαβερό για την καλλιτεχνική δημιουργία και για την αισθητική διαπαιδαγώγηση των πολιτών.

Ένα ίδρυμα που λειτουργεί, όπως διακηρύσσεται, με ιδιωτικά κριτήρια (αλλά με δημόσιο χρήμα), απλά μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: Ή ότι το Δημόσιο θέλει να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ιδιωτικής αγοράς Τέχνης και να αντλήσει κέρδη (χρήμα) από αυτή, ή ότι φτιάχνει ένα μηχανισμό, για να μεταφέρει δημόσιο χρήμα στη «χειμαζόμενη» ιδιωτική αγορά Τέχνης με αντάλλαγμα πολιτικά οφέλη.

Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, όλοι γνωρίζουμε ότι είναι αφελής. Άλλωστε το σύνθημα της παρούσας κυβέρνησης είναι ότι το Δημόσιο δεν κάνει business. Η δεύτερη περίπτωση είναι όντως (και ήταν ανέκαθεν) στα πλαίσια «της πολιτικής της τόνωσης της ιδιωτικής οικονομίας». Βέβαια προστίθεται ότι «το Δημόσιο μέσω αυτών των παρεμβάσεων βάζει, μαζί με το δημόσιο χρήμα, και κανόνες καλής συμπεριφοράς στις αγορές, που ενισχύουν και την καλλιτεχνική δημιουργία»!;

Ποιους κανόνες βάζει σήμερα το ΕΜΣΤ ως πρότυπο καλής συμπεριφοράς;

Κανόνας πρώτος: Ο νόμος του Μουσείου προβλέπει τα μέλη του Δ.Σ. (πλην ενός) να διορίζονται απευθείας από τον εκάστοτε υπουργό. Ο ίδιος νόμος προβλέπει ο καλλιτεχνικός διευθυντής να διορίζεται επίσης από τον υπουργό, αντί από το Δ.Σ., του οποίου την πολιτιστική πολιτική υποχρεούται να εφαρμόζει κατά τον ίδιο νόμο. Επιπλέον, ο νόμος προβλέπει ο καλλιτεχνικός διευθυντής να είναι ταυτόχρονα και διοικητικός διευθυντής!

Δημιουργεί με αυτό τον τρόπο μια ιδιότυπη διαρχία (Δ.Σ. και διευθυντή), όπου ο διευθυντής είναι σε πλεονεκτική θέση, καθώς, χωρίς να έχει κατά το νόμο ευθύνη, μπορεί να χειραγωγεί όλες τις λειτουργίες του Μουσείου εντός και εκτός, το δε ανώτατο διοικητικό όργανο να αναλαμβάνει ή όχι την ευθύνη των πρακτικών του διευθυντή, εκ των υστέρων.

Μια τέτοια σχέση θέτει τις προϋποθέσεις σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο όργανα, που ο μόνος τρόπος για να λυθεί είναι η κάθε φορά πολιτική παρέμβαση του εποπτεύοντος υπουργού. Και βέβαια, σε αυτές τις περιπτώσεις κυριαρχεί (ο υπουργός έχει τα εργαλεία) η πολιτική άποψη.

Κανόνας δεύτερος: Η επιλογή έργων (αποδοχή δωρεών, αγορές, συνεργαζόμενοι καλλιτέχνες κ.τλ.) καθορίζονται από την εισήγηση του διευθυντή, και τυπικά εγκρίνει το Δ.Σ.. Στο Δ.Σ. έρχονται προς «έγκριση» μόνο οι θετικές επιλογές του διευθυντή. Ποτέ δεν έχει έρθει στο Δ.Σ. πρόταση, που δεν έχει εγκριθεί πρώτα θετικά από τον διευθυντή. Αυτό αποκλείει από το δικαίωμα κρίσης το μεγαλύτερο κομμάτι της καλλιτεχνικής δημιουργίας και των καλλιτεχνών, που δεν εναρμονίζονται με τα κριτήρια του διευθυντή.

Αν σε αυτό προσθέσουμε και ότι το προσωπικό και οι συνεργαζόμενοι με το Μουσείο πρέπει να είναι της επιλογής του διευθυντή, είναι αυτονόητο ότι, παρά τις όποιες διαδικασίες προσλήψεων και συνεργασιών, έχει τη δυνατότητα ο διευθυντής να διαμορφώνει γύρω του ένα περιβάλλον με καλλιτέχνες της αρεσκείας του και ένα άλλο με τα άτομα που συγκροτούν το μηχανισμό της λειτουργίας του Μουσείου.

Το πιο σημαντικό σε αυτή τη διαδικασία συγκρότησης προσωπικού περιβάλλοντος είναι ότι μπορεί ο διευθυντής να διατηρείται ισοβίως στη θέση του, ελέω πολιτικής ηγεσίας.

Το Δ.Σ. έχει κατά το νόμο αποκλειστικά την ευθύνη για πολιτιστική πολιτική του Μουσείου. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει το ίδιο να κάνει κρίσεις αισθητικού χαρακτήρα για τις δωρεές, αγορές, εκθέσεις κ.λπ. του Μουσείου. Αυτό το δικαίωμα επίσης δεν μπορεί να ανήκει αποκλειστικά ούτε στον καλλιτεχνικό διευθυντή. Αυτός εισηγείται.

Όπως το Δ.Σ., προκειμένου για τον τεχνικό, οικονομικό και νομικό έλεγχο του νέου κτιρίου του Μουσείου, έχει συγκροτήσει ειδική συμβουλευτική επιτροπή, έτσι και για την πολιτιστική πολιτική του Μουσείου θα πρέπει να συγκροτήσει ανάλογη διεπιστημονική και καλλιτεχνική συμβουλευτική επιτροπή, που να ελέγχει τους καλλιτεχνικούς σχεδιασμούς και υλοποιήσεις.

Δεν χρειάζεται να αμφισβητεί κάποιος την επιστημονική ικανότητα του εκάστοτε καλλιτεχνικού διευθυντή, για να ζητά μια σφαιρική προσέγγιση σε ένα αντικείμενο όπως η Τέχνη σε ενεστώτα χρόνο. Αντίθετα, αυτού του είδους η προσέγγιση επιβάλλεται από την επιστημονική δεοντολογία. Και είναι επίσης μέσα στην επιστημονική δεοντολογία η υποχρεωτική αλλαγή του καλλιτεχνικού διευθυντή κάθε τέσσερα χρόνια. Πολύ δε περισσότερο ο διαχωρισμός των καθηκόντων του από τα διοικητικά καθήκοντα, που είναι εντελώς άλλης κατηγορίας.

Το διοικητικό πλαίσιο οφείλει να διασφαλίζει τον πλουραλισμό στις επιστημονικές προσεγγίσεις.

Συνοψίζοντας τις πιο πάνω γενικές παρατηρήσεις: Το Μουσείο σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο, ιδιωτικού τύπου μόρφωμα υπό την υψηλή εποπτεία του υπουργού πολιτισμού, με “φύλλο συκής” το Δ.Σ.

Μιχάλης Παπαδάκης

1 Τη λέξη “σύγχρονη” τη χρησιμοποιώ αυστηρά για το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε ενεστώτα χρόνο. Το αισθητικό υπονοούμενο, με το οποίο φορτίζουν τα κείμενα του ΕΜΣΤ τη λέξη “σύγχρονη”, δεν έχει ποτέ προσδιοριστεί πέραν του ότι είναι η Τέχνη που «προτάσσει την ιδέα του αισθητικού αντικειμένου». Αυτός ο προσδιορισμός φέρνει στο νου το ψευδοδίλημμα: Η Τέχνη για την Τέχνη ή η Τέχνη για τον άνθρωπο;

2 Βάζω το “σχιζοφρενική” σε εισαγωγικά υπονοώντας ότι η ασυνέπεια αυτή δεν οφείλεται σε σύγχυση, αλλά σε πολιτικές σκοπιμότητες. Το όνομα που δίνουν στον εαυτό τους αυτές οι σκοπιμότητες είναι “πολιτική ορθότητα” και διαπερνάει όλους τους αυτοαποκαλούμενους ανθρωπιστικούς επιστημονικούς κλάδους, με κύριο την Ιστορία.

3 Νίκη Λοϊζίδου, στον κατάλογο του ΕΜΣΤ, για την έκθεση «Η τέχνη τη δεκαετία του ‘70».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Designed by Design-It