Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης

εκπρόσωπος του ΕΕΤΕ

στο Δ.Σ. του ΕΜΣΤ

Αθήνα, 28/9/2015

Προς:

τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ, κύριο Γεώργιο Παπαναστασίου

Κοινοποίηση:

στον Υπουργό Πολιτισμού, κύριο Αριστείδη Μπαλτά,

στη Γενική Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, κ. Μαρία Βλαζάκη,

στα μέλη του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ, και

στη Διευθύντρια του ΕΜΣΤ

Η Νέα Μουσειολογική:

Παλιά, ξινά σταφύλια

Το ΕΜΣΤ οφείλει να αποκτήσει στρατηγικό στόχο που να αντιστοιχεί στη φύση του ως επιστημονικού ιδρύματος

  • «Τα έργα προτάσσουν την ιδέα έναντι του αισθητικού αντικειμένου.»
  • « Διανύουμε ένα νέο εξελικτικό στάδιο του μοντέρνου πολιτισμού (της παγκοσμοιοποιημένης οικονομίας) το οποίο, αντίθετα με την βιομηχανική περίοδο, δεν υποκινεί κοινωνικές ή αισθητικού χαρακτήρα επαναστάσεις για τον απλό λόγο ότι …δεν τις χρειάζεται.»
  • «Οι συλλογές αυτές [του Μουσείου] θα παρουσιάζουν μία αντιπροσωπευτική εικόνα των βασικών εννοιολογικών κατευθύνσεων της σύγχρονης τέχνης.»
  • « Θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να υποστηρίξουμε αφενός τον διεθνή χαρακτήρα του Μουσείου και αφετέρου να αφηγηθούμε, με αναφορές σε σημαντικές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και έμφαση στη σημερινή ρευστή πραγματικότητα, την διαδρομή της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. »

Τα δύο πρώτα αποσπάσματα προέρχονται από τις “θεωρητικές” τοποθετήσεις τις προηγούμενης, επί 14 χρόνια, Διεύθυνσης του ΕΜΣΤ, τα δύο επόμενα από την παρούσα.

Η άποψη στα πιο πάνω αποσπάσματα ότι το έργο Τέχνη εικονογραφεί ιδέες και έννοιες, συνοδευόμενη από την αδιαφορία προς την Αισθητική, καθοδηγούσε ανέκαθεν τους στρατηγικούς στόχους και τα κριτήρια των μουσειολογικών αντιλήψεων του Μουσείου.

Οι στρατηγικοί στόχοι του «ΕΜΣΤ στη νέα του στέγη» να αναδειχτεί η «νέα καλλιτεχνική δημιουργία» και να προβληθούν οι «πιο πρωτοποριακές και προωθημένες διεθνείς καλλιτεχνικές τάσεις», είναι μια παλιά καλή συνταγή.

Είναι “καλή”, γιατί πρακτικά βοηθάει στην ανάπτυξη καλών διεθνών σχέσεων με άλλα μουσεία, διότι το ΕΜΣΤ αναλαμβάνει να “πιστοποιεί” και αυτό τον “πρωτοποριακό και προωθημένο” χαρακτήρα αυτών των καλλιτεχνικών τάσεων στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό, και ταυτόχρονα να καλλιεργεί μια εγχώρια αναπαραγωγή τους (βλ. «νέα καλλιτεχνική δημιουργία»).

Στα πλαίσια των πιο πάνω «στρατηγικών» αναπτύσσονται και τακτικές (εκθέσεις και εκδηλώσεις) πιο τοπικού χαρακτήρα, όπου συνθέτονται εικονογραφήσεις μιας ιδεατής “κοινωνικοπολιτικής ορθότητας”, η οποία συνήθως αντιστοιχεί στην περιρρέουσα αντίληψη, που θέλει να έχει για τον εαυτό του το εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο.

Π.χ. η Νέα Μουσειολογική προτείνει:

« Ως προς τον προβλεπόμενο χώρο του Project room, πρόταση μας είναι να αφιερωθεί στην παρουσίαση καλλιτεχνών που προέρχονται από χώρες που πλήττονται και δοκιμάζονται από τον εκτοπισμό και την εκροή του πληθυσμού τους ( π.χ. Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος κλπ).»

Και συνεχίζει:

« Όσον αφορά τη θεματική της έκθεσης της μόνιμης συλλογής, της οποίας ο τίτλος δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί, προτεινόμενος στόχος είναι η ανάδειξη μιας νέας μορφής ανθρωπισμού και ο άξονας της να έχει κυρίως κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, ώστε να συνδέεται με την παρούσα διεθνή συγκυρία και ειδικότερα στη Μεσόγειο και την χώρα μας. »

Παλιά, ξινά σταφύλια!

Μια γρήγορη ματιά μόνο να ρίξει κανείς στους τίτλους των καταλόγων των προηγούμενων εκθέσεων του ΕΜΣΤ, θα “ανακαλύψει” χωρίς κόπο, πόσο ταυτόσημες είναι οι δύο αντιλήψεις (νέα και παλαιά) σε αυτού του είδους την κοινωνικοπολιτική ευαισθησία! Τα δε κείμενα αυτών των καταλόγων βρίθουν (σε σημείο κλισέ) από έννοιες όπως «πολυπολιτισμικότητα», «διαπολιτισμοί», «νομαδικότητα», «διαδραστικότητα», «κέντρο και περιφέρεια» και άλλες ανάλογες.

***

Αυτό όμως που −προκλητικά− εξακολουθεί να απουσιάζει από τους στρατηγικούς στόχους του Μουσείου, που ως ίδρυμα που λειτουργεί με χρήματα του δημοσίου έχει την υποχρέωση να υπηρετεί την Τέχνη και να την εισάγει στη ζωή του πολίτη, είναι η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας επάνω στο μείζον ζήτημα για την Τέχνη και τον πολίτη, που είναι η Αισθητική.

Ένα ερώτημα, που το Μουσείο οφείλει να ερευνά επιστημονικά, είναι: Ποια είναι συνεισφορά της Τέχνης, μετά το 1950 μέχρι σήμερα και στο διηνεκές, στην Ιστορία της Αισθητικής;

Ο τίτλος «Σύγχρονης Τέχνης» θεωρητικά θα ακολουθεί το Μουσείο τα επόμενα εκατό χρόνια ... Τι θα έχει να παρουσιάζει κάθε φορά; Την εικαστική εικονογράφηση της αντίληψης για την “κοινωνικοπολιτική ορθότητα”, που είχε η εκάστοτε “θεωρητική” ομάδα του Μουσείου μέσα στην 100ετία;

Δεν είναι γελοίο;

Δεν έχει υποφέρει η Τέχνη και η ανθρωπότητα αρκετά μέχρι τώρα από αυτού του είδους καθεστωτικές χειραγωγήσεις;

Ο Arthur Danto αποφαίνεται: «Η θεωρία μου, με λίγα λόγια, είναι ότι τα έργα Τέχνης είναι ενσωματωμένα/”ενσαρκωμένα” νοήματα.»

Και πιο κάτω: «… το να ισχυριστεί κανείς ότι η Αισθητική είναι η “ουσία” των εικαστικών τεχνών, είναι … λάθος.»

Νομίζω ότι δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς την πατρότητα των “θεωρητικών” θέσεων της “θεωρητικής” ομάδας του Μουσείου.

Το πρόβλημα με τους “θεωρητικούς” του Μουσείου είναι ότι δεν θέλουν να παραδεχτούν ανοιχτά την συνέπεια αυτής της αντίληψης (ενώ αυτή καθοδηγεί την πράξη τους), την οποία ο Danton δεν διστάζει να υιοθετήσει ως αληθή, που είναι ότι: η Αισθητική δεν είναι η ουσία του έργου Τέχνης. Παρεμπιπτόντως, δεν είναι τυχαίο ότι αντιλαμβάνεται (όπως και η “θεωρητική” ομάδα) την Αισθητική ως “καλό γούστο”, δηλαδή υποκειμενικά (ατομικά ή συλλογικά, δεν έχει σημασία).

Η Αισθητική επιβλήθηκε (ιστορικά, κι όχι τυχαία) ως κλάδος της Φιλοσοφίας στα μέσα του 18ου αιώνα. Έκτοτε εξελίσσεται μεγάλη διαμάχη για το κατά πόσον η ίδια η Αισθητική μπορεί να είναι αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.

Ο Kandinsky και το Bauhaus είναι από τις χαρακτηριστικές, ιστορικά, περιπτώσεις, που έχουν καταγραφεί ως προσπάθεια να γίνει η Αισθητική αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.

Το θλιβερά αστείο είναι ότι υπέρ της Αισθητικής και του ρόλου του έργου Τέχνης έχουν συνταχτεί, με ιδιαίτερη επιμονή μετά το 1950, μια σειρά νομπελίστες και προσωπικότητες της σύγχρονης φυσικομαθηματικής κοινότητας. Μόνο η αυτοονομαζόμενη “σύγχρονη θεωρητική σκέψη”, που συνήθως βρίσκεται επικεφαλής μεγάλων μουσείων, τα οποία κονταροχτυπιούνται για επενδύσεις, υποβαθμίζει επιμελώς το ερώτημα.

Η Αισθητική ως αντικείμενο επιστημονικής έρευνας είναι και παραμένει το μείζον διεθνές ζήτημα.

Πώς είναι δυνατόν το ΕΜΣΤ να μη θέλει να ασχοληθεί με αυτό (ενώ θα έπρεπε να το έχει στο κέντρο της ύπαρξής του), και ταυτόχρονα να ισχυρίζεται ότι κάνει “διεθνή καριέρα”;

Επαρχιώτικο franchise λέγεται αυτό που κάνει μέχρι σήμερα το Μουσείο, και θέλει να το συνεχίσει.

Με τιμή

Μιχάλης Παπαδάκης

Υ.Γ. 1: Δεν είναι τυχαίο που από το 2004 όσες φόρες, και αυτές ήταν πολύ ελάχιστες, άνοιγε στο Δ.Σ. συζήτηση για τον χαρακτήρα του Μουσείου, αυτή εκφυλιζόταν πολύ γρήγορα στο ζήτημα των “ποσοστώσεων” συμμετοχής ξένων και ελλήνων καλλιτεχνών, σαν αυτό να είναι το μεγάλο θέμα.

Η παλαιά και η νέα Διεύθυνση έχουν βρει (αλλά δεν το γράφουν) τη “χρυσή αναλογία” 70 ξένοι / 30 Έλληνες. Η ποσόστωση αυτή κατά τη γνώμη τους βοηθάει τους “ιθαγενείς” να διδάσκονται από τη μεγάλη παρουσία των ξένων και στη συνέχεια να ενσωματώνονται στο “διεθνές στερέωμα”. Λες, και το Μουσείο είναι σταθμός τρένου προς τις μητροπόλεις της Τέχνης!

Εάν αυτό δεν είναι franchise, τότε τι είναι;

Υ.Γ. 2: Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω, έστω και στο περιθώριο αυτού τη σημειώματος, ότι την κύρια ευθύνη για τα πιο πάνω, όπως και για πολλά άλλα, την φέρει διαχρονικά η πολιτική ηγεσία α) με τον νόμο του Μουσείου, που έχει επινοήσει, ώστε να δημιουργεί ένα συνεχές αλαλούμ στα καθήκοντα των διοικητικών και διευθυντικών του οργάνων, προκειμένου αυτά να είναι χειραγωγήσιμα, και β) προωθώντας μια πολιτική, που κατευθύνεται στο να έλκει το Μουσείο χορηγείες-επενδύσεις, να αποτελεί τουριστική ατραξιόν και να μην αποκτήσει τον επιστημονικό του χαρακτήρα και ρόλο που του αρμόζει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Designed by Design-It