Για τη συζήτηση για τον Εσωτερικό Κανονισμό του ΕΜΣΤ (10/12/2008)
 
Μιχάλης Παπαδάκης, γλύπτης
Εκπρόσωπος του ΕΕΤΕ στο Δ.Σ. του ΕΜΣΤ
Αθήνα, 10/12/2008
 
Προς:
τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ, τον κ. Κ. Γριβέα,
τα μέλη του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ, και
τη Διευθύντρια του ΕΜΣΤ, την κα. Α. Καφέτση
 
ΘΕΜΑ: Για τη συζήτηση για τον Εσωτερικό Κανονισμό του ΕΜΣΤ
 
Κυρίες και κύριοι,
           
Με αφορμή τις γενικές σκέψεις του κ. Ριβέλλη για τον ΕΚ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πλέον δύο ζητήματα, που καθορίζουν πρωτογενώς την ποιότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Δ.Σ.
            
1) Αυτό που δίνει σε εννέα διαφορετικά άτομα τη βάση και τη δυνατότητα να συγκροτούν Δ.Σ. είναι το νομικό πλαίσιο.
Το νομικό πλαίσιο θέτει τις προϋποθέσεις των επιλογών τους. Το νομικό πλαίσιο θέτει τους στόχους και τα καθήκοντά τους, και το νομικό πλαίσιο θέτει και τα γενικά όρια, μέσα στα οποία, τόσο συλλογικά ως Δ.Σ., όσο και ατομικά το κάθε μέλος, μπορεί να επεξεργάζεται την άσκηση των καθηκόντων του για την επίτευξη των στόχων, που έχουν τεθεί από την πολιτεία.
Χωρίς το αυτονόητο πλαίσιο του νόμου είναι αδύνατον να υπάρχει διοίκηση. Είναι η αντικειμενική βάση.
Οι υποκειμενικές ιδεολογικές αντιλήψεις του καθενός μας δεν αναγνωρίζονται από το νόμο σε καθένα επίπεδο ως κριτήριο. Ούτε καν ως κριτήριο του διορισμού του. Κατά συνέπεια, λοιπόν, πλειοψηφικές ιδεολογικές συγκλίσεις ή ακόμα και αντιδικίες έξω από τα όρια του νόμου είναι χωρίς νόημα και άκυρες. Είναι άκυρες για την πολιτεία, που έχει θεσπίσει το νομικό πλαίσιο, και εμπόδιο για τη δημιουργία  «διάθεσης συνεργασίας, αλληλοσεβασμού και έλλειψη καχυποψίας» στη λειτουργία του Δ.Σ..[1] Εάν κάποιος, όπως κάνει ο κ. Ριβέλλης, απαξιώνει το νόμο λέγοντας ότι «ό,τι λένε οι νόμοι (καλώς ή κακώς) το λένε. Και κάπως (στραβά ή ίσα) θα ερμηνευτούν», δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι θέτει ως κύριο κριτήριο για την ύπαρξη του Δ.Σ. όχι το πλαίσιο του νόμου, αλλά τις ιδεολογικέςσυγγένειες. Εάν κάποιος, όπως κάνει ο κ. Ριβέλλης, απαξιώνει το νόμο λέγοντας ότι «», δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι θέτει ως κύριο κριτήριο για την ύπαρξη του Δ.Σ. όχι το πλαίσιο του νόμου, αλλά τις ιδεολογικές .

Από πού προκύπτει ότι η Διευθύντρια «πρέπει να έχει, την ευθύνη τής καλλιτεχνικής επιλογής. Όπως και τον έπαινο και τον ψόγο»; Είναι προφανές ότι προκύπτει από τις ιδεολογικές αντιλήψεις του κ. Ριβέλλη, που καθοδηγούν και τη δική του «κάπως (στραβά ή ίσα)» ερμηνεία του νόμου.
Από τις αρχές της θητείας μου το 2004 και πολλές φορές μετά, με τελευταία τον Ιανουάριο του 2008, έχω ζητήσει και έχει παρθεί απόφαση να γίνει μια επίσημη ερμηνεία του νόμου από τις νομικές υπηρεσίες του ΥΠΠΟ ή το νομικό σύμβολο του ΕΜΣΤ, προκειμένου να σταματήσουν οι αυτοσχεδιαστικές ερμηνεία και αντιδικίες. Οι αποφάσεις αυτές ποτέ δεν υλοποιήθηκαν, με ευθύνη των δύο Προέδρων.
Το δυστύχημα είναι ότι ο κ. Ριβέλλης περιγράφει άριστα το ιδεολογικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο λειτουργεί μέχρι τώρα η πλειοψηφία του Δ.Σ. Και εμμέσως κατηγορεί για έλλειψη «διάθεσης συνεργασίας», υπονόμευση του «αλληλοσεβασμού» και «καχυποψία» όποιον θέλει απλά να ασκεί τα καθήκοντά του ως μέλος του Δ.Σ.
2) Μέσα στα πλαίσια του νόμου, το κάθε μέλος αναπτύσσει τις κρίσεις, τις προτάσεις και τα επιχειρήματά του ακολουθώντας τους κανόνες της λογικής συνέπειας στους συλλογισμούς του (το “μετά λόγου γνώσεως”, που τόσο φορτικά επαναλαμβάνεται στις συζητήσεις του Δ.Σ.).
Τι είναι το Δ.Σ., εάν όχι αποφάσεις για την πράξη του Μουσείου; Και η λογική συνέπεια είναι το μόνο έδαφος, κριτήριο, αλλά και εργαλείο ανάλυσης και πειθούς προκειμένου να φτάσουμε σ’ αυτές τις αποφάσεις.
Η συμμετοχή του καθενός στο διοικητικό όργανο δεν είναι υποχρεωτική. Είναι όμως υποχρεωτικοί οι όροι, εφόσον δέχεται να συμμετέχει.
Λογική ασυνέπεια α): «Για να μπορέσει να λειτουργήσει με μια σχετική άνεση ο εκάστοτε Διευθυντής (τονίζω το εκάστοτε γιατί μερικοί συμπεριφέρονται σαν να έχουμε ισόβια Διευθύντρια και ισόβιο Συμβούλιο) πρέπει να έχει όσο γίνεται πιο λυμένα τα χέρια του από τα δεσμά του Δημοσίου. […] Γι’ αυτό και προτείνω να εξαντλήσουμε τα όρια ευελιξίας (σε ρυθμίσεις και ύψος ποσών) που επιτρέπουν οι διατάξεις των νόμων.»
Εκπλήσσει το γεγονός ότι ο κ. Ριβέλλης, την ίδια στιγμή που τονίζει το «εκάστοτε», το χρησιμοποιεί προκειμένου να στηρίξει μια απόφαση, η οποία θα δεσμεύει το εκάστοτε μελλοντικό Δ.Σ., ενώ αυτό θα μπορεί να παίρνει την όποια απόφαση γι’ αυτό το ζήτημα με την έναρξη π.χ. της θητείας του και με δική του ευθύνη.
Νομίζει προφανώς ότι μπορεί να χρησιμοποιεί το επιχείρημά μου χωρίς τη λογική του συνέπεια. Τόσο ελεύθερα!
Λογική ασυνέπεια β): «Το Διοικητικό Συμβούλιο πρέπει πράγματι να εγκρίνει τα σχέδια τής Διευθύντριας και γι’ αυτό θα ήταν καλό να ενημερώνεται εγκαίρως για αυτά. Έχω και εγώ διαφωνήσει με το γεγονός ότι το Συμβούλιο πληροφορείται από τον Τύπο, από τρίτους, ή συχνά πολύ αργά, θέματα που θα έπρεπε πριν από όλους να ξέρει.» Και, δύο αράδες παρακάτω: «Το Συμβούλιο μπορεί πάντοτε να απορρίψει τις προτάσεις και τα σχεδιαζόμενα προγράμματα τής Διευθύντριας προβάλλοντας αιτιολογημένα επιχειρήματα και μάλιστα όχι μόνον οικονομικής φύσεως.»
Ας αποφασίσει ο κ. Ριβέλλης τι κάνει ο Διευθυντής: ενημερώνει (ή ακριβέστερα θα ήταν καλό να ενημερώνει) ή εισηγείται;
Σ’ αυτό το θολό τοπίο το αντικρουόμενων νοημάτων κινούνται και οι αναφορές του σε άλλα ζητήματα.
Τώρα, γιατί κλείνει το συλλογισμό του με το «Δεν βλέπω όμως πώς θα μπορούσε ένα Συμβούλιο να σχεδιάζει μια καλλιτεχνική πολιτική και ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Ακόμα και αν το συμβούλιο απαρτιζόταν αποκλειστικά από ειδικούς τής τέχνης.»;
Κανείς από το Δ.Σ., τα τέσσερα χρόνια που βρίσκεται (και βρίσκομαι) στη διοίκηση, δεν έχει προτείνει τέτοιο ρόλο για το Δ.Σ. Ως ο μόνος “ύποπτος”, έχω γράψει (ευτυχώς που έχω αυτή την κακή συνήθεια) από το 2004 και κατ’ επανάληψη μέχρι πρόσφατα, για την ανάγκη συγκρότησης Επιστημονικής Επιτροπής γι’ αυτή την εξειδικευμένη δουλεία, επειδή ακριβώς δεν ανήκει στις αρμοδιότητες του Δ.Σ. Στο Δ.Σ. ανήκει η ευθύνη της χάραξης της πολιτιστικής πολιτικής του Μουσείου, κατόπιν επιστημονικά επεξεργασμένων εισηγήσεων.
Ίσως, η ιδεολογία που βλέπει τον κόσμο να κινείται μέσα από «το όραμα ενός ανθρώπου» είναι ανίκανη να συλλάβει ως εναλλακτική θεώρηση άλλη από αυτήν της γραφειοκρατικής αγκύλωσης, την οποία υποτίθεται ότι μάχεται. Παρ’ όλα αυτά δεν διστάζει, στην επόμενη μόλις παράγραφο, να κάνει «αυστηρά» χρήση αυτής της αγκύλωσης:
Λογική ασυνέπεια γ): «Ο οικονομικός έλεγχος πρέπει να είναι στενός, για την προστασία και  τού ίδιου τού Διευθυντή. Οι προτάσεις πρέπει να κινούνται αυστηρά μέσα στα πλαίσια τού οικονομικού προϋπολογισμού και να μην επιτρέπεται η παραμικρή υπέρβαση.»
Από πού βγαίνει ότι το Δ.Σ. δεν μπορεί να κάνει, με απόφασή του, υπέρβαση του οικονομικού προϋπολογισμού που αυτό αποφάσισε, με την υποχρέωση βέβαια και να την καλύψει;
Θέτοντας τα υποτιθέμενα «αυστηρά» οικονομικά όρια στον Διευθυντή, υπερασπίζεται τις εκτός ελέγχου από το Δ.Σ. επιλογές του στη διαχείριση αυτών των κονδυλίων. Και αυτό το ονομάζει δημόσια διοίκηση! Και ξαφνικά δηλώνει παρακάτω: «… δεν είχα, ούτε δέχτηκα ποτέ να έχω, σχέση με καλλιτεχνικούς οργανισμούς τού Δημοσίου. Αυτός βέβαια είναι ένας μόνον από τους λόγους».
Αναρωτιέμαι, ο κ. Ριβέλλης αγνοεί ότι το ΕΜΣΤ είναι ένας «καλλιτεχνικός οργανισμός του Δημοσίου», και ο ίδιος μέλος της διοίκησής του;
Περιέργως δεν το αγνοεί, διότι σ’ επόμενο σημείο γράφει: «Ουδέποτε κατάλαβα γιατί στον ιδιωτικό μας βίο διαλέγουμε τον καλύτερο και αρκετά συχνά ακριβότερο (υδραυλικό, γιατρό, δικηγόρο) και στο Δημόσιο λειτουργούμε ανάποδα. Όποτε λοιπόν και όπου οι νόμοι επιτρέπουν να λειτουργούμε με ιδιωτικά κριτήρια, ας το κάνουμε.»

Δεν θα ασχοληθώ με τα άλλα σημεία του κειμένου, για να μην κουράσω. Νομίζω ότι τα πιο πάνω είναι αρκετά, για να βγει σαν πρόταση του κ. Ριβέλλη, με λογική συνέπεια βέβαια, η εξής:
  
Ας ξορκίσουμε τη μάστιγα του Δημοσία στον ΕΚ, ερμηνεύοντας στραβά ή ίσα το νομικό πλαίσιο που έχει θέσει η πολιτεία, και να εφαρμόσουμε τα ιδιωτικά κριτήρια που αρμόζουν στην ιδεολογία μας, ώστε να υποστηρίξουμε το όραμα ενός ανθρώπου, του Διευθυντή, κρυβόμενοι πίσω από αυτόν. Το γεγονός ότι όλα χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο, εύκολα μπορεί να ξεπεραστεί με τυπικές προσεγγίσεις. Το Δ.Σ. θα ασκεί στενό οικονομικό έλεγχο, ώστε να μη γίνεται η παραμικρή οικονομική υπέρβαση. Το πού και πώς ξοδεύονται ανήκει στην ιδιωτική διαχείριση του οραματιστή Διευθυντή.
 
Κυρίες και κύριοι,

εάν πραγματικά πιστεύετε ότι ο δημόσιος έλεγχος δεν πρέπει να είναι γραφειοκρατικός (τυπολατρικός), πρέπει να απαιτήσετε αυτό που ζητά από εσάς και το νομικό πλαίσιο: να είναι πρώτα ποιοτικός.Το πρόβλημα του Δημοσίου είναι η ιδιωτική χειραγώγησή του, οποιασδήποτε μορφής και κλίμακας.Όταν ευνουχίσεις κάποιον, δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις και από πάνω ότι δεν κάνει παιδιά.
 
 
Με τιμή
 
Μιχάλης Παπαδάκης
 

[1] Η παράθεση αυτή και όλες οι επόμενες από το κείμενο του κ. Ριβέλλη, αποστολή 8/12/2008.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Designed by Design-It